Για τις επόμενες γενιές
Η ρητορική περί της ανάγκης να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές και άλλοτε εταίρους της χώρας, στη βάση της λογικής ενός μονοδρόμου στον οποίο εισήλθε η Ελλάδα μετά το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο την άνοιξη του 2010, και την ένταξη της χώρας στον μηχανισμό στήριξης του Μνημονίου, εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην «εθνική ευκαιρία» να προωθηθούν αλλαγές, τομές και μεταρρυθμίσεις, που θα έπρεπε να έχουμε δρομολογήσει από μόνοι μας, αλλά… προσπερνούσαμε εδώ και πολλές δεκαετίες.
Το επιχείρημα δεν είναι λανθασμένο. Είναι ωστόσο στρεβλωτικό. Επειδή το Μνημόνιο δεν οδηγεί σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Έχει άκρως υφεσιακό προσανατολισμό, καλλιεργώντας την προσδοκία της διαχείρισης του προβλήματος, δηλαδή της… ολίγον χρεοκοπίας, και όχι την επιθετική αντιμετώπιση του προβλήματος. Με δράσεις ανάπτυξης, αντί για μυωπική προσήλωση σε περιοριστικούς δημοσιονομικούς στόχους, που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας παγκόσμιας οικονομίας σε κρίση.
Η ερώτηση που δεν θέλει κανείς να διατυπώσει, είναι ωστόσο εξαιρετικά κρίσιμη για το εθνικό μέλλον, αφορά στο… πως φτάσαμε ως εδώ. Ποιοι μας οδήγησαν. Για ποιους λόγους. Και για ποιους λόγους, δεν μας επιτρέπουν να βγούμε από το αδιέξοδο.
Μια ερώτηση εξαιρετικά κρίσιμη, έως καθοριστική. Όχι απλά και μόνο για τις επόμενες εκλογές. Αλλά για τις επόμενες γενιές.