Όμως, είχαν κάτι διαφορετικό εκείνα τα Χριστούγεννα, άλλο χρώμα. Ίσως, γιατί η υποδοχή των εορτών γίνονταν με μεγάλη προετοιμασία, ίσως γιατί ακόμα οι άνθρωποι είχαν πιο άμεση σχέση μεταξύ τους, ίσως... θυμάμαι, τα παιδιά όλα στο χωριό, τη Νυμφόπετρα, που τρέχαμε όπου ακούγαμε ότι θα σφάξουν γουρούνι για να πάρουμε τη φούσκα από την κοιλιά του ζώου, για να την κάνουμε μπάλα μετά από κάποια επεξεργασία, θυμάμαι το δενδράκι και το καραβάκι που στολίζαμε για να πούμε τα κάλαντα, ο καθένας μας έδειχνε εκεί όλη του τη μαεστρία. Την παραμονή το απόγευμα όλα ήταν έτοιμα, στον ώμο το δισάκι γυρίζαμε από γειτονιά σε γειτονιά όλο το χωριό μέσα στους σκοτεινούς δρόμους, στα λασπόνερα, στην παγωνιά, τη βροχή ή το χιόνι και χωρίς φόβο από τα μαντρόσκυλα των τσοπαναραίων. Τα φιλοδωρήματα, μανταρίνια - καρύδια - αμύγδαλα - καραμέλες - χαρούπια - φιρίκια και κάπου - κάπου καμιά δεκάρα ή μια δραχμή. Αλλά και οι νοικοκυρές την παραμονή ολοκλήρωναν την προετοιμασία τους με το ψήσιμο στο φούρνο, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια όπου το άρωμα τους σκορπίζονταν σ' όλο το χωριό. Τι μπορεί κανείς να πρωτοθυμηθεί; Είναι τόσα πολλά, που θα χρειάζονταν σελίδες να γραφούν. Καλές γιορτές.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» της 22 – 12 – 1998
Χρήστος Γιαννακίδης