Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ: Η Ελλάδα οφείλει να διαπραγματευθεί, με κριτήριο τι μπορεί να πληρώνει και όχι με το τι απαιτείται από τους δανειστές της – οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν οι ίδιοι το ρίσκο των δικών τους κερδοσκοπικών ή άλλων τοποθετήσεων

Βασίλης Βιλιάρδος
“Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, επειδή δεν υπάρχει κάποιος που να τον ρυθμίζει. «Μα πως αυτό το χάος μπορεί να είναι τόσο αρμονικό», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, «εάν δεν υπάρχει κάποιος που να το ελέγχει; Χωρίς κάποιον που να ασκεί τον έλεγχο, όλα θα διαλύονταν». «Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει αυτός ο κάποιος», είχε πει ο Ηράκλειτος, «τα πράγματα δεν μπορούν να διαλυθούν.
 Όταν ελέγχεις κάνεις λάθη και δεν θα βρεις μεγαλύτερους απορρυθμιστές από τους ρυθμιστές». Ένα γεγονός που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την έμφυτη ανθρώπινη ανασφάλεια και με τους υπερβολικούς ελέγχους που θέλει να επιβάλλει” (Osho).

Ανάλυση

Περίληψη: Τα εκβιαστικά διλήμματα στην Ελλάδα, τόσο από το εσωτερικό της, όσο και από το εξωτερικό, το πλεονέκτημα του χαμηλού επιτοκίου, χωρίς διαγραφή χρέους, το ανατρεπτικό σενάριο του δολαρίου, σαν ενδιάμεσου αντικαταστάτη εθνικών νομισμάτων, τα swap ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, το γερμανικό ευρώ, οι κίνδυνοι αλυσιδωτής χρεοκοπίας των ευρωπαϊκών συγκοινωνούντων δοχείων (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις και καταναλωτές), τα προβλήματα της Ευρώπης και η ευεργετική «αποβολή» της Γερμανίας από την Ευρωζώνη – εάν συνεχίσει να επιμένει στις επεκτατικές βλέψεις της, σε συνδυασμό με την απίστευτη αδιαλλαξία της πρωσικής ηγεσίας της.
Όπως αναφέραμε στο άρθρο μας «Σκάκι με το διάβολο», ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας, στην πρώτη ομιλία του, αναφέρθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές στο απίστευτα «εκβιαστικό δίλημμα»: μέτρα λιτότητας και υποταγή μας στην εγκληματική συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ή έξοδος από την Ευρωζώνη – ενώ, παρά τις αναφορές του στα πλεονεκτήματα της συμφωνίας, δεν μας εξήγησε ούτε μία φορά τα «μέτρα», με τα οποία είναι συνδεδεμένη.
Παράλληλα ανακοίνωσε ότι, “τυχόν επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το δημόσιο χρέος μας, το οποίο θα παρέμενε σε Ευρώ”, παρά το ότι γνωρίζει, χωρίς καμία αμφιβολία, αφού πρόκειται για έναν ικανότατο τραπεζίτη και τεχνοκράτη, πως μπορεί να μετατραπεί στο εθνικό μας νόμισμα, εάν τυχόν αναγκαζόμαστε να επιστρέψουμε σε αυτό - με απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου και με εξαίρεση τα δάνεια που λαμβάνει η χώρα μας, μετά την εισβολή του ΔΝΤ (ενυπόθηκα, με «άρση» της Εθνικής Κυριαρχίας, υπαγόμενα στο αγγλοσαξονικό, αποικιοκρατικό Δίκαιο).
Παίρνοντας τη «σκυτάλη» με τη σειρά του ο κ. Juncker ανακοίνωσε ότι, το δημόσιο χρέος μας θα παρέμενε σε Ευρώ, εάν τυχόν εγκαταλείπαμε την Ευρωζώνη – γεγονός που δεν μπορεί να σημαίνει πως είναι σε θέση να γνωρίζει μία ενδεχόμενη, «ενδοτική» απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Παράλληλα βέβαια τόνισε ότι, θα ήταν καταστροφική η τυχόν έξοδος της χώρας μας από το κοινό νόμισμα – χωρίς φυσικά να αναφέρει το μέγεθος της καταστροφής που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στην Ευρωζώνη ή το τρομακτικό αντίτιμο της παραμονής μας, με τους αποικιοκρατικούς όρους που θέλει να μας επιβάλλει η Γερμανία.
Περαιτέρω έχουμε αναλύσει ότι, η εφαρμογή της συμφωνίας πτώχευσης της 26ης Οκτωβρίου ή οποιασδήποτε άλλης, η οποία θα στηρίζεται στη λιτότητα και στην ύφεση, χωρίς επενδύσεις και ανάπτυξη, δεν πρόκειται να μας βγάλει ποτέ από την κρίση – ενώ πιθανότατα θα μας κοστίσει τη λεηλασία της χώρας μας, την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, την υποδούλωση, την εξαθλίωση και τελικά τη χρεοκοπία, στην οποία όμως θα οδηγηθούμε εξευτελισμένοι και εξαθλιωμένοι (ειδικά επειδή η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επιχειρείται καθυστερημένα, δεν μειώνει ούτε το κόστος διαβίωσης, ούτε και τα χρέη, ενώ αυξάνει τη σχέση τους προς ένα διαρκώς μειούμενο ΑΕΠ).
Τέλος, ακόμη και ο κ. Ackerman (Deutsche Bank) εξέφρασε πρόσφατα την απορία του, σε σχέση με το πώς είναι δυνατόν να έχει επιτραπεί η ανάμιξη του ΔΝΤ στα εσωτερικά της Ευρώπης – μία απόφαση κυρίως της ανατολικογερμανίδας καγκελαρίου η οποία, αντί να επιδιώκει πλέον την απεξάρτηση της Ευρωζώνης από τους συνδίκους του διαβόλου, επιμένει στην περαιτέρω δραστηριοποίηση τους, σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία κλπ.).
Με κριτήριο τώρα όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης τη μοιραία πορεία διάλυσης της ζώνης του Ευρώ, θεωρούμε ότι η Ελλάδα οφείλει επειγόντως να προετοιμάσει ένα «σχέδιο Β» εξόδου της από την Ευρωζώνη – ενώ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχίσει να υποκύπτει στους άθλιους εκβιασμούς των πάσης φύσεως εκβιαστών της. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους μας ότι, οι εκβιαστές δεν σταματούν ποτέ να εκβιάζουν - ειδικά όταν τα θύματα τους υποκύπτουν στους εκβιασμούς, επειδή δεν έχουν το θάρρος να αντιπαρατεθούν με τους εκβιαστές τους.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, οφείλουν να εξετασθούν όσο το δυνατόν περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε ότι, το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι αυτού καθαυτού το νόμισμα της, αλλά η ανάπτυξη - μέσα από τη στήριξη της πραγματικής της οικονομίας (επαναβιομηχανοποίηση κλπ.). Διαφορετικά τόσο η ύφεση, όσο και η ανεργία, θα καταστρέφουν κάθε προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, ανεξάρτητα από το νόμισμα της - καταδικάζοντας μας στη μοίρα του Σίσυφου, ακόμη και αν διαγραφεί το 80% των δημοσίων χρεών.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας ας μην ξεχνάμε ότι, αυτό που επιδεινώνει τις δυνατότητες διαχείρισης του δημοσίου χρέους δεν είναι μόνο το απόλυτο μέγεθος του (χωρίς βέβαια να το υποτιμάμε) αλλά, κυρίως, η εξυπηρέτηση του - δηλαδή, αφενός μεν τα επιτόκια, αφετέρου οι δόσεις αποπληρωμής (χρεολύσια). Τα επιτόκια παράγουν τόκους οι οποίοι, όταν αδυνατούν να αποπληρωθούν από τα πρωτογενή πλεονάσματα (λόγω ύφεσης, ανεργίας κλπ.), εκβάλλουν στο δημόσιο χρέος – αυξάνοντας το διαρκώς.
Όλα όσα μας προτείνονται λοιπόν από τους «διαπραγματευτές» των διεθνών τοκογλύφων (κ.Dallara), σε σχέση με τα επιτόκια (σύνδεση του ποσού διαγραφής με υψηλότερους τόκους), είναι ακριβώς αντίθετα με τα συμφέροντα μας. Για το λογο αυτό είμαστε ανέκαθεν υπέρ των χαμηλών επιτοκίων (1,25%), χωρίς καμία διαγραφή και με επιμήκυνση των δόσεων – ακόμη και αν έπρεπε να προηγηθεί η στάση (αναβολή) πληρωμών εκ μέρους μας, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί αναλύει τις ετήσιες επιβαρύνσεις μας με τις δύο «μεθόδους»:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)

Δημόσιο Χρέος                Τόκοι        Χρεολύσια     Σύνολο

360 δις € με 1,25%           4,50             9,00              13,50

260 δις € με 8,00%           20,80            6,50              27,30
Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους. Το 1,25% είναι το επιτόκιο, με το οποίο δανείζει σήμερα η ΕΚΤ τις τράπεζες.

Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € - ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, είναι μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή είναι σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν υποχρεώνει τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς (αφού δεν αναγκάζονται σε διαγραφή απαιτήσεων, εάν κρατήσουν τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους, δεν χρειάζεται να τις διασώσει κανείς, δεν θα ακολουθούσε επιδρομή καταθετών, δεν θα επιβαρύνονταν οι Ευρωπαίοι ή/και οι Έλληνες φορολογούμενη κλπ.).

Κλείνοντας έχουμε την άποψη ότι, αν και είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί η λύση που προτείνουμε, η χώρα μας οφείλει επιτέλους να διαπραγματευθεί, με κριτήριο τι ακριβώς μπορεί να πληρώνει και όχι με το τι απαιτείται από τους δανειστές της. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, καθώς επίσης η αποφυγή των εσωτερικών αναταραχών (εμφύλιοι πόλεμοι, εγκληματικότητα κλπ. - συνθήκες οι οποίες επιδεινώνουν σημαντικά τις οικονομικές δυνατότητες μίας χώρας, παράλληλα με την εξαθλίωση των Πολιτών της), οφείλουν να προηγούνται των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των διεθνών τοκογλύφων – οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν οι ίδιοι το λογικό ρίσκο των δικών τους κερδοσκοπικών ή άλλων τοποθετήσεων.

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ

Όπως έχουμε αναλύσει (άρθρο μας), η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη θα την υποχρέωνε να ανταλλάξει το Ευρώ με το νέο νόμισμα της. Επομένως, τόσο οι Πολίτες της, όσο και οι τράπεζες της, θα έπρεπε να παραδώσουν τα Ευρώ τους στην ΕΚΤ, ενώ θα ελεγχόταν στη συνέχεια, εκ μέρους του κράτους τους, η πιστή εφαρμογή των παραπάνω (διασυνοριακοί έλεγχοι, «λαθραίες» αποταμιεύσεις κλπ.). Λογικά λοιπόν, εάν προέβλεπε κανείς ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα μετέτρεπε τις οικονομίες του σε ξένα νομίσματα - τα οποία αφενός μεν δεν θα υποτιμούνταν, αφετέρου δεν θα έπρεπε να ανταλλαχθούν με το νέο νόμισμα.
Υποθέτοντας τώρα ένας «ανατρεπτικός» συνάδελφός μας ότι το κράτος, το οποίο θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική, θεώρησε πως η κυβέρνηση του θα έκανε ίσως τη σκέψη (μόνη της ή μετά από υπόδειξη του ΔΝΤ, στα πλαίσια ενδεχομένων σχεδίων διάλυσης της Ευρωζώνης), να ανταλλάξει τα Ευρώ με Δολάρια, πριν ακόμη εξέλθει από το κοινό νόμισμα – «υποκινώντας» έμμεσα τους Πολίτες της, καθώς επίσης τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, να κάνουν το ίδιο.
Με αυτόν τον τρόπο θα άλλαζε αρχικά (πριν εξέλθει από την Ευρωζώνη) το επίσημο νόμισμα του κράτους, το Ευρώ, “de facto” με το δολάριο, - εκ των πραγμάτων δηλαδή και χωρίς να ακολουθηθεί μία «επίσημη διαδικασία».
Ένα πρώτο αποτέλεσμα των «πράξεων» του συγκεκριμένου κράτους θα ήταν προφανώς η δημιουργία τεράστιων προβλημάτων στην Ευρωζώνη - αφού θα ακολουθούσαν μεγάλες πιέσεις στην ισοτιμία του Ευρώ, σε σχέση με το δολάριο, λόγω των μαζικών πωλήσεων Ευρώ εκ μέρους του (επομένως, θα επιταχυνόταν η διάλυση της).
Συνεχίζοντας, η έξοδος του συγκεκριμένου κράτους από την Ευρωζώνη, δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιδρομή των καταθετών του στις τράπεζες (bank run), την εξαγωγή συναλλάγματος λόγω φόβων υποτίμησης/παρακράτησης, τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής αξίας του νέου νομίσματος, την αδυναμία εισαγωγών πρώτων υλών, την άνοδο της τιμής των εισαγομένων προϊόντων και όλα όσα «καταστροφικά» έχουμε στο παρελθόν αναφέρει – αφού το «de facto» ανταλλακτικό νόμισμα (δολάριο) θα έμενε ανέπαφο.
Περαιτέρω υποθέτοντας ότι, η Ευρωζώνη θα διαλυόταν στη συνέχεια ή πως η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ θα μειωνόταν δραματικά, σε σχέση με το δολάριο (λόγω της υπερχρέωσης, των φόβων διάλυσης, της αδυναμίας αντιμετώπισης της Ελληνικής, της Ιταλικής ή της Ισπανικής κρίσης, της μη ενεργοποίησης της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά δημοσίων ομολόγων κλπ.), είναι προφανές ότι, το δημόσιο χρέος του εξερχόμενου κράτους, θα περιοριζόταν αισθητά, «εκπεφρασμένο» στο εθνικό του νόμισμα, λόγω ανατίμησης του δολαρίου.
Συνεχίζοντας στο σενάριο του συναδέλφου μας, το κράτος που θα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το δικό του νόμισμα, θα μπορούσε να καθορίσει την ισοτιμία του σε σχέση με το δολάριο και όχι με το ευρώ. Παράλληλα, η κεντρική του τράπεζα θα μπορούσε να δημιουργήσει πλέον μόνη της χρήματα, εκδίδοντας το νέο εθνικό νόμισμα – το οποίο όμως δεν θα διέθετε ελεύθερα για ένα χρονικό διάστημα 3-5 ετών, έτσι ώστε αφενός μεν να μην υποτιμηθεί σημαντικά η αξία του (λόγω φόβων, η υποτίμηση στην αρχή μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 90%, ενώ στη συνέχεια σταθεροποιείται κάτω από το 50%), αφετέρου να μην υπάρξει «διαφυγή» του στο εξωτερικό.
Απλούστερα, όλες οι συναλλαγές εντός και εκτός της συγκεκριμένης χώρας θα γινόταν με δολάρια, αντί με ευρώ – φυσικά σταδιακά, μέχρι να αντικατασταθεί πλήρως το Ευρώ, μέσω της αγοράς δολαρίων εκ μέρους των Πολιτών από τις τράπεζες, με τα διαθέσιμα ευρώ. Δηλαδή, όλα τα προϊόντα, οι υπηρεσίες, οι μισθοί, οι συντάξεις κλπ. θα πληρωνόντουσαν από ένα σημείο και μετά με δολάρια, αφού αυτό θα ήταν το de facto νόμισμα του κράτους, έως τη στιγμή που θα το αντικαθιστούσε το νέο εθνικό του νόμισμα.
Περαιτέρω, η κεντρική τράπεζα του εξερχόμενου κράτους, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το νέο εθνικό νόμισμα για την ανταλλαγή του με δολάρια, εάν συνεργαζόταν με τη Fed – η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να τη βοηθήσει, δανείζοντας την με χαμηλά επιτόκια, με τη μέθοδο των swap.
Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια αυτή, το κράτος θα μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ. από αμερικανικές εταιρείες, διαθέτοντας κοινό νόμισμα μαζί τους – μεταξύ άλλων τις εξοπλιστικές, αντί από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, η Fed (ιδιωτική τράπεζα) έχει βοηθήσει στο παρελθόν πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες, ακόμη και την ΕΚΤ, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής (dollar liquidity swap lines).
Με τα χρήματα αυτά τώρα, η κεντρική τράπεζα θα αγόραζε ενδεχομένως ομόλογα του δημοσίου της χώρας της, χρεώνοντας ελάχιστα υψηλότερα επιτόκια από τη Fed (περί το 1%) και καλύπτοντας τις δανειακές ανάγκες του κράτους, έτσι ώστε να μη χρεοκοπήσει, για μία ορισμένη χρονική περίοδο - κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα θα έπρεπε να εξυγιανθεί.
Παράλληλα, οι καταθέσεις των Πολιτών της εξερχόμενης χώρας στις τράπεζες του εξωτερικού θα επέστρεφαν, με ευεργετικά αποτελέσματα για τους Ισολογισμούς των εγχωρίων τραπεζών της, αφού το δολάριο θα παρέμενε το de facto νόμισμα του κράτους – έχοντας ουσιαστικά ανάλογη ή καλύτερη «εικόνα» (prestige) από το Ευρώ.
Το γεγονός αυτό θα διευκόλυνε, μεταξύ άλλων, τις επενδύσεις των υπολοίπων «περιοχών» του δολαρίου, την έκδοση εθνικών ομολόγων ή τη σύναψη δανειακών συμβάσεων με «τρίτες» χώρες – ενδεχόμενα που θα βοηθούσαν στο να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης. Φυσικά θα εμφανίζονταν αρκετά προβλήματα (ιδιαίτερα στις εξαγωγές, στην περίπτωση ανατίμησης του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, αν και θα ήταν θετικό για τις εισαγωγές – ενώ θα επιτυγχάνονταν τα αντίθετα αποτελέσματα, εάν υποτιμούταν το δολάριο, λόγω πιθανού υπερπληθωρισμού στις Η.Π.Α.), τα οποία όμως θα ήταν μάλλον επιλύσιμα, εάν επέστρεφε η αισιοδοξία στο κράτος, μέσα από μία «υγιή» μελλοντική προοπτική.


ΤΑ SWAPS ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

“Τα συναλλαγματικά swap είναι χρηματοπιστωτικά παράγωγα, με τη βοήθεια των οποίων δύο «αντισυμβαλλόμενοι» ανταλάσσουν μεταξύ τους πληρωμές τόκων και κεφαλαίου - σε δύο διαφορετικά νομίσματα. Στο συναλλαγματικό swap, σε αντίθεση με το swap τόκων, αλλάζουν οι ονομαστικές αξίες στην αρχή και στο τέλος της χρονικής ισχύος τους. H Ιταλία κατηγορήθηκε για τη χρήση ενός swap το 1995, με στόχο τη μείωση του δημοσίου χρέους της και την «παραπλανητική» είσοδο της στην Ευρωζώνη – επίσης η Ελλάδα το 2002, με τα ονομαζόμενα «Cross Currency Swaps» της Goldman Sachs”.
Ίσως είναι σκόπιμο εδώ να περιγράψουμε τα swaps παροχής ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε να γίνει κατανοητή η παραπάνω «ρηξικέλευθη» δυνατότητα, η οποία θα μπορούσε να προσφερθεί σε ένα αδύναμο κράτος-μέλος της Ευρωζώνης από το ΔΝΤ ή από οποιονδήποτε άλλο, ο οποίος θα είχε στόχο την πλήρη διάλυση της Ευρωζώνης. Στα πλαίσια αυτά οφείλουμε αρχικά να αναφέρουμε ότι, λόγω κυρίως της παγκοσμιοποιημένης φύσης των αγορών τραπεζικής χρηματοδότησης, η Fed έχει κατά διαστήματα συνεργαστεί με αρκετές Κεντρικές Τράπεζες, με στόχο την παροχή της απαιτούμενης ρευστότητας.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Fed προσχώρησε σε συμφωνίες, με σκοπό τη καθιέρωση αμοιβαίων συναλλαγματικών διακανονισμών περιορισμένης χρονικής διαρκείας (central bank liquidity swap lines), με ορισμένες ξένες Κεντρικές Τράπεζες. Έτσι καθιερώθηκαν δύο βασικές μορφές τέτοιων, τύπου swap παροχών: (α) οι παροχές ρευστότητας δολαρίου και (β) οι παροχές σε ξένο συνάλλαγμα.
Αν και οι προσωρινοί αυτοί διακανονισμοί έπαψαν να ισχύουν την 1η Φεβρουαρίου του 2010, οι παροχές ρευστότητας δολαρίου τέθηκαν ξανά σε ισχύ από τη Fed το Μάιο του 2010, σε συνεργασία με τις Κεντρικές Τράπεζες άλλων κρατών - σαν άμεση, «θεσμική» αντίδραση στις μεγάλες δυσκολίες των αγορών βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης σε δολάρια.
Οφείλουμε βέβαια να διευκρινίσουμε εδώ ότι, η Fed «λειτουργεί» αυτές τις «γραμμές παροχής χρηματοδότησης τύπου swap», με την εξουσιοδότηση της παραγράφου 14 της πράξης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας - σε συμφωνία με τα δικαιώματα, με τις πολιτικές και με τις διαδικασίες, οι οποίες έχουν καθιερωθεί από την επιτροπή «Federal Open Market» (FOMC). Ειδικά όσον αφορά τις παροχές ρευστότητας δολαρίου (ανάλογα λειτουργούν και οι παροχές σε συνάλλαγμα), τα παρακάτω:

Παροχές Ρευστότητας Δολαρίου

Τον Δεκέμβριο του 2007 η FOMC ανακοίνωσε ότι, συμφώνησε να εξουσιοδοτήσει τόσο την ΕΚΤ, όσο και την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, να παρέχουν ρευστότητα σε αμερικανικά δολάρια στις «υπερατλαντικές» αγορές – ενώ στη συνέχεια επέκτεινε την εξουσιοδότηση, εφαρμόζοντας την ίδια πρακτική, μεταξύ της Fed και των παρακάτω Κεντρικών Τραπεζών: της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, της Δανίας, της Αγγλίας, της Ιαπωνίας, της Κορέας, του Μεξικού, της Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της Σιγκαπούρης και της Σουηδίας.
Οι παραπάνω διακανονισμοί τώρα, με τις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένων της ΕΚΤ και της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, ολοκληρώθηκαν την 1η Φεβρουαρίου του 2010 – ενώ το Μάιο του 2010, η FOMC ανακοίνωσε ότι, έχει εξουσιοδοτήσει ξανά για παροχή ρευστότητας τύπου swap τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Αγγλίας, της Ευρωζώνης (ΕΚΤ), της Ιαπωνίας και της Ελβετίας.
Σε γενικές γραμμές, αυτά τα swap ορίζονται από δύο τύπους συναλλαγών – από μία διπλή συναλλαγή καλύτερα. Ειδικότερα, όταν μια ξένη κεντρική τράπεζα κάνει χρήση του δικαιώματος παροχής ρευστότητας με την Fed, η ξένη κεντρική τράπεζα «πουλάει» μια καθορισμένη ποσότητα του συναλλάγματος της (του νομίσματος της) στη Fed, υπό τη μορφή της ανταλλαγής του με δολάρια - με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία.
Η Fed «διατηρεί» το ξένο συνάλλαγμα σε έναν λογαριασμό, στη χώρα της ξένης κεντρικής τράπεζας - ενώ τα δολάρια, τα οποία παρέχει η Fed, τοποθετούνται σε έναν λογαριασμό, τον οποίο η ξένη κεντρική τράπεζα διατηρεί στη Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης (ουσιαστικά λοιπόν, δεν υπάρχει εδώ κίνηση χρημάτων). Ταυτόχρονα, η Fed και η ξένη κεντρική τράπεζα «προσχωρούν» σε μια δεσμευτική συμφωνία για μια δεύτερη συναλλαγή – η οποία υποχρεώνει την ξένη κεντρική τράπεζα να επαναγοράσει το συνάλλαγμα της σε μια προκαθορισμένη μελλοντική στιγμή, με την ίδια ισοτιμία ανταλλαγής (exchange rate).
Η δεύτερη συναλλαγή λοιπόν ακυρώνει ουσιαστικά την πρώτη - ενώ κατά την ολοκλήρωση της δεύτερης συναλλαγής, η ξένη κεντρική τράπεζα πληρώνει τόκο, με βάση το τρέχων επιτόκιο της Fed. Οι παροχές ρευστότητας σε δολάρια τύπου swap έχουν διάρκεια ζωής από μια ημέρα (overnight), έως και 3 μήνες.
Περαιτέρω, όταν η ξένη κεντρική τράπεζα δανείζει τα δολάρια που έλαβε με τη χρήση των swap σε ιδρύματα της δικής της δικαιοδοσίας (τοπικές εμπορικές τράπεζες), τα δολάρια αυτά μεταφέρονται από το λογαριασμό που η ξένη κεντρική τράπεζα διατηρεί στη Fed Νέας Υόρκης, στο λογαριασμό της τοπικής εμπορικής τράπεζας - η οποία τα χρησιμοποιεί για την εκκαθάριση των συναλλαγών της σε δολάρια.
Η ξένη κεντρική τράπεζα παραμένει φυσικά υπεύθυνη να επιστρέψει τα δολάρια στη Fed, με βάση τους όρους της συμφωνίας - η Fed δηλαδή δεν είναι ο «αντισυμβαλλόμενος» στο δάνειο, το οποίο έλαβε η τοπική εμπορική τράπεζα από την κεντρική της, αλλά η ίδια η Κεντρική. Επομένως, η ξένη κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει το πιστωτικό ρίσκο, το οποίο σχετίζεται με τα δάνεια που συνάπτει με τα πιστωτικά ιδρύματα (εμπορικές τράπεζες), τα οποία ανήκουν στη δικαιοδοσία της.
Το ξένο συνάλλαγμα τώρα, το οποίο λαμβάνει η Fed, είναι μέρος του ενεργητικού στον Ισολογισμό της. Επειδή το swap δε εξοφλείται στην ίδια συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία συμφωνήθηκε κατά την αρχική χρήση του, η αξία σε δολάρια, στο ενεργητικό του Ισολογισμού της Fed, δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του ξένου νομίσματος στην ελεύθερη αγορά. Από την άλλη πλευρά, η ποσότητα συναλλάγματος σε δολάρια, η οποία παρέμεινε στους λογαριασμούς που η ξένη κεντρική Τράπεζα διατηρεί στη Fed της Νέας Υόρκης, αποτελεί στοιχείο του Παθητικού στον Ισολογισμό της Fed


ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΕΥΡΩ

Όπως έχουμε αναλύσει διεξοδικά (άρθρο μας), η Ευρωζώνη, έτσι όπως είναι σήμερα «κατασκευασμένη», είναι συστημικά πολύ ασταθής – έχει λοιπόν σοβαρότατα «δομικά» προβλήματα, μη ισορροπημένες σχέσεις πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών, ενώ δεν αποτελεί έναν άριστο νομισματικό χώρο. Η αστάθεια της αυτή οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι, οι χώρες-μέλη της δανείζονται σε ξένο νόμισμα - ότι δηλαδή είναι χρεωμένες σε ένα «υπερεθνικό», ξένο «συνάλλαγμα», αφού δεν ελέγχουν τις προϋποθέσεις της προσφοράς του (ποσότητα χρήματος και επιτόκια).
Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κανείς ότι, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης είναι χρεωμένες σε γερμανικά μάρκα – αφού η Γερμανία είναι το μοναδικό κράτος, το οποίο σήμερα ελέγχει το Ευρώ, απολαμβάνοντας πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, εις βάρος ουσιαστικά όλων των υπολοίπων εταίρων της. Ενδεχομένως θα μπορούσε επίσης να ισχυρισθεί κανείς ότι, η εγκατάσταση της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη ήταν προμελετημένη – πόσο μάλλον αφού σήμερα η ΕΚΤ είναι χρεωμένη στη γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank), με ποσά που ίσως ξεπερνούν τα 400 δις €.
Σε σύγκριση λοιπόν με τις χώρες εκτός Ευρώ (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία κλπ.), οι οποίες είναι χρεωμένες σε δικά τους νομίσματα, σε νομίσματα δηλαδή που ελέγχουν και επηρεάζουν τη λειτουργία τους, ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) έχει μεγάλα προβλήματα – ενώ το Ευρώ δεν υποστηρίζεται ουσιαστικά από καμία οικονομία (δομημένο νόμισμα).
Περαιτέρω, σε αντίθεση με ένα κράτος εκτός Ευρώ, η εκάστοτε επί μέρους χώρα της Ευρωζώνης δεν διαθέτει ενεργητική κεντρική τράπεζα - η οποία θα μπορούσε να μεσολαβήσει, αγοράζοντας τα ομόλογα του δημοσίου που πωλούνται, έτσι ώστε να σταθεροποιήσει τα επιτόκια δανεισμού και να εμποδίσει τη χρεοκοπία της. Όσον αφορά δε την ΕΚΤ, παρά τις αντίθετες απόψεις της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών, δεν επιτρέπεται να λειτουργεί όπως η Fed ή η οποιαδήποτε άλλη κεντρική τράπεζα – επειδή η Γερμανία δεν συμφωνεί, έχοντας προφανώς άλλα «σχέδια».
Επομένως, οι πιστωτές ενός κράτους της Ευρωζώνης δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι, οι εκάστοτε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους θα πληρωθούν πραγματικά – οπότε μειώνουν ή μηδενίζουν τις αγορές τους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται υπερβολικά οι αποδόσεις των ομολόγων (επιτόκια, spreads), καθώς επίσης τα ανοιχτά ασφάλιστρα έναντι πιστωτικών απωλειών (CDS).
Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης λοιπόν δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι, θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους. Κατ’ επέκταση, είναι εκ των πραγμάτων εκτεθειμένα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη, σε πολύ μεγαλύτερα ρίσκα έλλειψης ρευστότητας και χρεοκοπίας – γεγονός που γνωρίζουν πλέον οι επενδυτές, οι οποίοι απαιτούν καθαρές λύσεις (πολιτική ένωση της Ευρωζώνης ή διάλυση της), αφού διαφορετικά προβλέπουν μία αλυσιδωτή χρεοκοπία των ευρωπαϊκών «συγκοινωνούντων δοχείων» (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις, καταναλωτές) άνευ προηγουμένου στην Ιστορία.
Στα πλαίσια αυτά, η υιοθέτηση από μία χώρα-μέλους της Ευρωζώνης ενός άλλου νομίσματος, υπό προϋποθέσεις φυσικά και για περιορισμένο χρονικό διάστημα (συμφωνία με άλλο κράτος κλπ.), δεν θα είχε ουσιαστικά καμία διαφορά για την Οικονομία της – αφού, έτσι ή αλλιώς, το νόμισμα της θα παρέμενε ξένο, όπως επίσης το «γερμανικό Ευρώ» (ενώ θα απέφευγε τα προβλεπόμενα δεινά της Ευρωζώνης).
Επομένως η ανταλλαγή του ευρώ με το δολάριο, όπως στο επικίνδυνο για την Ευρωζώνη σενάριο που αναλύσαμε, είναι δυνατόν να επιλεχθεί από μία χώρα, η οποία θα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα - αφού θα μπορούσε να είναι προς όφελος της, εάν τόσο η επιλογή του ξένου νομίσματος, όσο και οι περίπλοκες διαπραγματεύσεις, καθώς επίσης οι διακρατικές συμφωνίες, οι οποίες θα το συνόδευαν (πάντοτε για μία περιορισμένη, για μία μεταβατική καλύτερα χρονική περίοδο, με στόχο το εθνικό νόμισμα στο τέλος της), ήταν ορθολογικές και επιτυχημένες.
Φυσικά θα εμφανίζονταν πολλά προβλήματα, ενώ θα υπήρχαν σίγουρα αρκετά μειονεκτήματα, τα οποία δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά – με κυριότερο ίσως την αυξημένη πλέον «επιρροή» των Η.Π.Α. στη χώρα που θα επέλεγε το δολάριο, σαν μεταβατικό νόμισμα για την επιστροφή στο εθνικό της. Εν τούτοις, οι απειλές διάλυσης της Ευρωζώνης, καθώς επίσης οι επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας (η οποία επιθυμεί, χωρίς καμία πλέον αμφιβολία, να μεταλλάξει πολλές χώρες σε δικά της προτεκτοράτα και όχι απλά σε κράτη επιρροής της), δεν αποτελούν ίσως μικρότερους κινδύνους.
Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι, οι κίνδυνοι για τη συνοχή της Ευρωζώνης, καθώς επίσης για το κοινό νόμισμα, αυξάνονται κάθε φορά που η ηγεσία της αρνείται να λάβει εκείνα τα μέτρα, τα οποία είναι απαραίτητα για μία νομισματική ένωση – τα μέλη της οποίας οφείλουν να είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους, χωρίς βέβαια να απειλείται ποτέ η εθνική τους κυριαρχία και χωρίς να εκβιάζονται.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είμαστε απολύτως πεπεισμένοι ότι, όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι Πολίτες, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα με εμάς – αφού όλοι υποφέρουμε από την κατάλυση της Δημοκρατίας, από τη δικτατορία των αγορών, από τις επεκτατικές βλέψεις της πρωσικής Γερμανίας, από την ανεπάρκεια των πολιτικών, από τη διαφθορά, από τη διαπλοκή κοκ.
Το τελευταίο άλλωστε ατυχές «παράδειγμα» της Ιρλανδίας, οι Πολίτες της οποίας πληροφορήθηκαν την αύξηση του ΦΠΑ από τα γερμανικά ΜΜΕ, κατανοώντας ότι αντιμετωπίζονται σαν προτεκτοράτο, παρά τις τεράστιες προσπάθειες τους (μεταξύ άλλων, ανέλαβαν τα χρέη των τραπεζών, προς όφελος των Ευρωπαίων δανειστών τους), τεκμηριώνει ότι, τα παραπάνω είναι δυστυχώς η οδυνηρή αλήθεια.
Ειδικά όσον αφορά τους Γερμανούς Πολίτες οι οποίοι, από πολλά χρόνια τώρα, έχουν υποχρεωθεί σε μία διαρκή πολιτική λιτότητας, συνδυασμένη με τρομακτικές φορολογικές επιδρομές, προς όφελος της ισχυροποίησης του κράτους τους, θεωρούμε ότι είναι ίσως αυτοί που υποφέρουν περισσότερο από όλους μας – υποθέτοντας φυσικά ότι δεν θέλουν να βιώσουν ξανά τα αποτελέσματα ενός παγκοσμίου πολέμου.
Αν και θεωρούμε λοιπόν ότι, δεν είμαστε οι μοναδικοί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα, ενώ πιστεύαμε ανέκαθεν στην Ευρωπαϊκή Ιδέα, είμαστε παράλληλα υποχρεωμένοι να λάβουμε τα μέτρα μας – να μην επιτρέψουμε δηλαδή τον περαιτέρω εξευτελισμό ή/και το διασυρμό μας, την άσκοπη κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, τη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής μας περιουσίας, καθώς επίσης την καταδίκη της πατρίδας μας σε μία «κυλιόμενη χρεοκοπία». Στα πλαίσια αυτά, η έγκαιρη αναζήτηση πραγματικών, πρακτικών και εφαρμόσιμων λύσεων, ακόμη και ανατρεπτικών, είναι ίσως η μεγαλύτερη υποχρέωση μας.
Οι λύσεις αυτές οφείλουν να είναι αρχικά μέσα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης και του κοινού νομίσματος – σημαντικότατα επιτεύγματα, τα οποία δεν πρέπει σε καμία απολύτως περίπτωση να θυσιάσουμε, επειδή μία και μόνο χώρα δημιουργεί προβλήματα. Εν τούτοις, οφείλουμε να ερευνήσουμε και άλλες δυνατότητες, οι οποίες θα εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από εμάς – αφού δεν μπορούμε να επιβάλλουμε τις απόψεις μας, όσο και αν το επιθυμούμε.
Σε κάθε περίπτωση φυσικά, θα ήταν προτιμότερο όλων το να αποβληθεί η Γερμανία, εάν συνεχίσει να παραμένει αδιάλλακτη και μη συνεργάσιμη – αφού, εάν καθυστερήσει η πολιτική, καθώς επίσης η δημοσιονομική ένωση, με την παράλληλη «ενεργοποίηση» της ΕΚΤ (Ευρωομόλογα κλπ.), η ήδη «παραπαίουσα» Ευρωζώνη θα καταδικαστεί αμετάκλητα.
ΥΓ: Υπενθυμίζουμε ξανά ότι, κυκλοφορεί σύντομα το τέταρτο βιβλίο μας με τον τίτλο «Σκάκι με το Διάβολο», περί τις 300 σελίδες, από τις ONEeditions.
Μπορείτε να το παραγγείλετε με την αποστολή μηνύματος στο kb@kbanalysis.com στην τιμή των 11,90 € συν τα έξοδα αποστολής – τα έσοδα του βιβλίου στηρίζουν τόσο τα άρθρα, όσο και τη σελίδα: www.casss.gr
Κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο «Υπέρβαση εξουσίας» (τιμή 25,00 € συν έξοδα αποστολής - 400 σελίδες), στο οποίο αποκαλύπτονται οι σκοτεινοί μέθοδοι της Γερμανικής Οικονομικής Αστυνομίας.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 19. Νοεμβρίου 2011
Casss Group Twitter You Toube
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου