ΜΑΡΙΚΑ ΛΥΣΙΑΝΘΗ
Όταν στις 20 Νοεμβρίου του 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου εισαγόταν στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχαν επιβαρυνθεί από το καλοκαίρι, πολλοί υποψιάζονταν, αλλά κανείς δεν μπορούσε μετά βεβαιότητας να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του θα ζούσαν ένα επώδυνο «τέλος εποχής».
Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, και πιθανότατα ο πολιτικός που αγαπήθηκε μετά πάθους από τους μισούς Έλληνες, περισσότερο από κάθε άλλον, έστω κι αν προκάλεσε αντίστοιχα παθιασμένα συναισθήματα μίσους για τους άλλους μισούς, μπήκε στο Ωνάσειο πρωθυπουργός, και εξήλθε, νικητής μεν στη μάχη για τη ζωή, αλλά χωρίς πλέον τον θώκο του στο Μέγαρο Μαξίμου.
Κάπου εκεί, στα Χριστούγεννα του 1995, ο Αντώνης Λιβάνης, ο Γιώργος Παπανδρέου και άλλοι στενοί συνεργάτες του, θα τον έπειθαν να υπογράψει την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη διαδοχή του. Μια διαδοχή που έμελλε να ανοίξει τον δρόμο της εξουσίας στον Κώστα Σημίτη, με τα γνωστά, επώδυνα αποτελέσματα.
Υπό μια έννοια, τη στιγμή που ο Ανδρέας Παπανδρέου έμπαινε στο Ωνάσειο, άφηνε πίσω του την ενεργό πολιτική. Κυρίως όμως, η πολιτική έχανε τη μάχη από τους «μη πολιτικούς». Εκείνους που, εκμεταλλευόμενοι την απουσία ηγετικών προσωπικοτήτων με το εκτόπισμα ενός Ανδρέα Παπανδρέου, θα κατάφερναν να αλλάξουν την ατζέντα της πολιτικής στην Ελλάδα. Να αποβάλλουν από τον πυρήνα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης τις ηθικές αξίες και τις εθνικές προτεραιότητες.
Ουσιαστικά, η Ελλάδα του… εκσυγχρονισμού, που ακολούθησε το Ωνάσειο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την Ελλάδα της εθνικής υπονόμευσης. Μια περίοδο όπου συρρικνώθηκε, μεταξύ άλλων, και η εθνική αξιοπρέπειά μας. Με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο Μνημόνιο. Τη διαρκή ύφεση. Τη χρεοκοπία. Ποιος θα το φανταζόταν, τότε…