Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΚΟΛΑΦΟΣ Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤτΕ

Η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατά την τελευταία διετία ήταν αδιέξοδη. Οι θέσεις της ΝΔ επιβεβαιώνονται εκ του αποτελέσματος:
- Τον Οκτώβριο του 2009 η Κυβέρνηση Παπανδρέου παρέλαβε το συνολικό δημόσιο χρέος στα 298 δις ευρώ. Μέσα στα δύο αυτά χρόνια που ακολούθησαν, παρά τα αλλεπάλληλα επώδυνα μέτρα και τις βαριές θυσίες των Ελλήνων, το χρέος αυξήθηκε κατά 62 δις ευρώ για να φθάσει σήμερα στα 360 δις ευρώ!
- Παρέλαβε το δημόσιο χρέος στο 125% του ΑΕΠ και μέσα σε δύο χρόνια το έφτασε στο 165% του ΑΕΠ. Το κατέστησε μη διαχειρίσιμο.
- Το χειρότερο είναι ότι, κατά τη διετία αυτή, η κυβερνητική πολιτική οδήγησε σε μείωση της εγχώριας παραγωγής. Το 2009 το ΑΕΠ ήταν 238 δις ευρώ και εφέτος θα είναι 218 δις ευρώ. Δηλαδή, μέσα σε δύο χρόνια, εκτός από την αύξηση του χρέους, είχαμε μείωση του ΑΕΠ κατά 20 δις ευρώ.
Η έκθεση της ΤτΕ επιβεβαιώνει τις θέσεις του Αντώνη Σαμαρά και της ΝΔ:
Ο Αντώνης Σαμαράς, από την πρώτη στιγμή είχε χαρακτηρίσει την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, για το κούρεμα του ελληνικού χρέους ως “αναπόφευκτο”. Για το ίδιο θέμα, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει:
«Σήμερα, όμως, η αυξημένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην προσπάθεια μείωσης του δημόσιου χρέους, που προβλέπεται στην απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, κατέστη αναπόφευκτη, καθώς διαπιστώθηκε σημαντική επιδείνωση σε καίριους τομείς της οικονομίας:
Δεν αναμένεται να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του Προϋπολογισμού του 2011, ενώ βάσει του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2012, προβλέπονται αποκλίσεις και στους αναθεωρημένους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Δεν υπήρξε πρόοδος στην υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Δεν προχώρησαν ικανοποιητικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στη λειτουργία των αγορών.
Δεν υπήρξαν απτές αποδείξεις μιας ισχυρής βούλησης για μεταρρυθμίσεις».
Η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, όμως, επιβεβαιώνει και τις θέσεις της ΝΔ για τη συνταγή του μνημονίου, το Μεσοπρόθεσμο και τη φορολογία.
Για τη «συνταγή» του μνημονίου αναφέρει:
«Το Μνημόνιο, που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010 και οι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν έχουν στόχο να στηρίξουν την επιλογή της εξόδου από την κρίση με τις μικρότερες απώλειες, εξασφαλίζοντας την αναγκαία χρηματοδότηση. Υποχρέωση της ελληνικής πλευράς ήταν και είναι να αποκαταστήσει σε σχετικά σύντομο διάστημα τη δημοσιονομική ισορροπία και να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, που αφενός θα διευκολύνουν και θα καθιστούν βιώσιμη τη δημοσιονομική προσαρμογή και αφετέρου θα συντελούν στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και ενισχύοντας την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Σήμερα, 17 μήνες αργότερα, δεν έχει ακόμα διασφαλιστεί ότι η οικονομία θα μπορέσει να εισέλθει σύντομα σε ένα ενάρετο κύκλο, δεδομένου ότι:
Η ύφεση είναι βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι αναμενόταν.Οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για την ανάπτυξη αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Η δυναμική του δημόσιου χρέους παραμένει δυσμενής, αφού η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών υστερούν αισθητά έναντι των στόχων.
Οι κοινωνικές αντιδράσεις οξύνονται, εντείνοντας την αβεβαιότητα».
Για το Μεσοπρόθεσμο η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει:
«Η κατάρτιση και υιοθέτηση του ΜΠΔΣ, που αποτελούσε υποχρέωση με βάση τον Ν. 3871/2010 (ο οποίος προβλέπει την κατάρτιση και την ετήσια επικαιροποίηση μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών προγραμμάτων – στην ουσία πολυετών προϋπολογισμών), θα μπορούσε να αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα ανάκτησης της εμπιστοσύνης, αν είχε την ικανότητα να πείσει για τη δυνατότητα επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων που θέτει. Εάν η έμφαση είχε μετατεθεί στη μείωση των πρωτογενών δαπανών, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν δυνατόν, διότι η μείωση των δαπανών θα ήταν μόνιμη. Όμως, την περίοδο 2012-2015 το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής προέρχεται από την πλευρά των εσόδων (περίπου 53%). Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη αβεβαιότητα όσον αφορά την επίτευξη των τελικών στόχων, καθώς η μεγαλύτερη του αναμενόμενου ύφεση του 2011 και η καθυστέρηση επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα επιδράσουν αρνητικά στα έσοδα και κατ’ επέκταση στο βαθμό επίτευξης των στόχων για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Αξίζει να σημειωθεί ότι για κάθε 1% επιπλέον πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης επιβαρύνεται αυτόματα κατά 0,5% περίπου».

Για τη φορολογία η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων και ότι η αιχμή της πολιτικής για την αύξηση των εσόδων – που είναι ασφαλώς απαραίτητη- πρέπει να είναι η σύλληψη της φοροδιαφυγής. Περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογούμενων θα κατέληγε, όχι μόνο να επιτείνει την ύφεση, αλλά και να οδηγήσει στο αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή σε μείωση, αντί αύξησης των εσόδων».
 ndthessaloniki.gr: