γράφει ο Γιώργος Δαμιανός (24grammata.com)
Γλωσσικά
Το πανέμορφο τούτο πτηνό έχει ένα αρκετά «δύσοσμο» όνομα. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη, η λέξη πέρδικα παράγεται από το το ρ. πέρδομαι (: πορδίζω, βδέω > βδελυρός), λόγω του θορύβου που προκαλούν τα φτερά της.
Η ερμηνεία της λέξης μπορεί να είναι “δύσοσμη” ο λαός μας, όμως, εδώ και χιλιάδες χρόνια, την αναφέρει στο λόγο του, είτε επειδή θέλει να αναφερθεί στην όμορφη γυναίκα : «καλώς την να την πέρδικα, που περπατάει λεβέντικα» ή την «περδικόστηθη», είτε επειδή αναφέρεται στην καλή υγεία: «σε δυο μέρες θα είσαι περδίκι», είτε αναφέρεται στο θάρρος του ανθρώπου: «το λέει η περδικούλα του». Από τα Ελληνικά προέρχεται και η επιστημονική της ονομασία “alectoris graeca”, ενώ στις περισσότερες γλώσσες φέρει τον προσδιορισμό “graeca” (: η ελληνική). Στα Ιταλικά ονομάζεται: cutornice, στα Αγγλικά: rock patridge, στα Γαλλικά: perdix bertavella, στα Γερμανικά: alpensteinhuhn, στα Ισπανικά: perdiz grieca, στα Ολλανδικά: europese steenpatrijz. Στα Ελληνικα, η αλεκτορίς, η ελληνική, αποκαλείται και ορεινή πέρδικα ή πέρδικα του βουνού ή μπαρταβέλλα, ή βουνίσια ή πετροπέρδικα. Οι Έλληνες είχαν, πάντα, μία ιδιαίτερη σχέση με το πτηνό, γι αυτό έδιναν το όνομα «Πέρδικα» στα χωριά τους (Αίγινα, Άρτα, Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Απαντάται, ακόμα, ως όνομα χωριού το «Περδικόβρυση» (στην Αρκαδία, στη Φθιώτιδα, στη Μεσσηνία, στην Αιτωλοακαρνανία), αλλά και «Περδικόρραχη» (στην Άρτα), καθώς και «Περδικορράχη» (στα Τρίκαλα).
Αναφορές στα αρχαία κείμενα
Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Ο Θεός τότε οργίστηκε και την μεταμόρφωσε σε πουλί. Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου (Κoch II, 550) « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνεις, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς». Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος Απίκιος (di re coquinaria, VI). O Aριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία του πτηνού (Αθην., 388b). Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως “πέρδικες” τους δειλούς και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: ... Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο 24grammata.com κλικ εδώ ...Αναφορές στη Λόγια και Δημοτική ποίηση: Μάνη, Κύπρο, Ρούμελη, Θεσσαλία, Κρήτη).