ZEZA ZHKOY
ΟΧΙ. Η χώρα δεν πρόκειται να σωθεί από την κρίση του κρατικού χρέους. Η κοινωνία θα εξακολουθεί να συνθλίβεται από το βάρος και το κόστος εξυπηρέτησής του και η ελληνική οικονομία θα βυθίζεται στη θανάσιμη παγίδα της ύφεσης. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός υποθάλπει γερμανικά σχέδια μεγαλύτερης αναδιάρθρωσης του χρέους με «κούρεμα» 50%, από το «κούρεμα» του 21% που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο, με νέες βαριές συνέπειες για εμάς. Ωστόσο, ο κ. Βενιζέλος δήλωσε: «Εάν υπάρξει νέα συμφωνία για την Ελλάδα, θα είναι καλύτερη από αυτή της 21ης Ιουλίου»! Η αναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους είναι περίπλοκη υπόθεση και ο σεισμός που θα προκληθεί στις ετοιμόρροπες τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία θα είναι καταστροφικός.
Δυστυχώς, θα πρόκειται για μια μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με καλυμμένη πτώχευση... Είναι, όντως, θλιβερό, το ότι για πρώτη φορά στην ιστορία μας μια κυβέρνηση υποδέχτηκε με πανηγυρισμούς τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου και που τώρα προαναγγέλλεται καλύτερη αναθεώρησή της, αφού ανοίγει το δρόμο στο ενδεχόμενο να τεθεί η χώρα σε καθεστώς κάποιας μορφής χρεοκοπίας. Η «συντεταγμένη χρεοκοπία» του Ρέσλερ μπορεί να αποδειχτεί και επικίνδυνη, πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει κανένα απολύτως ιστορικό προηγούμενο.
Λέγεται ότι ο κ. Βενιζέλος έχει αποδεχθεί «κούρεμα» 50% ως αναγκαίο για να αλλάξουν οι προοπτικές της Ελλάδας. Εντούτοις, νομομαθείς οι οποίοι έχουν μελετήσει προηγούμενες υποθέσεις αναδιάρθρωσης δημόσιου χρέους, αλλά και την Ελλάδα, θεωρούν πως είναι απαγορευτικό κάτι τέτοιο. Μια πτώχευση ή αναδιάρθρωση χρέους αποτελεί δραματική οικονομική και κοινωνική εξέλιξη για τη χώρα και οδηγεί πολύ κόσμο στη φτώχεια. Μόνο επενδυτικές και νομικές εταιρείες προσβλέπουν σε κέρδη, αγνοώντας τις συνέπειες. Ενα πράγμα παραμένει κοινό: η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών, ανεξαρτήτως κόστους. Ομως, η πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη: οι «φιλικές προς τους πιστωτές» πολιτικές σακατεύουν την οικονομία.
Ηδη οι διασημότεροι στον κόσμο Αμερικανοί οικονομολόγοι έχουν προτείνει –από τις αρχές του έτους– για την Ελλάδα ένα «σενάριο Αργεντινής». Ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς (φίλος και σύμβουλος, ως γνωστόν, του Γιώργου Παπανδρέου) σε συνέντευξή του έχει πει: «Η Αργεντινή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Αφού υποτίμησε το νόμισμά της και αναδιάρθρωσε το χρέος της, πλήρωσε ένα υψηλό τίμημα. Μπορεί να μη λύθηκαν όλα τα προβλήματά της, αλλά η κατάσταση είναι σήμερα αντικειμενικά καλύτερη από πριν. Βγαίνοντας από το ευρώ και αναδιαρθρώνοντας το χρέος τους, η Ελλάδα και η Ισπανία θα ανακτούσαν την ανταγωνιστικότητά τους. Δεν θα είχαν, βέβαια, πλέον πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, αλλά αυτό συμβαίνει ήδη με την Ελλάδα. Αυτό που τους συμβαίνει σήμερα είναι η χειρότερη δυνατή τιμωρία…».
Ανάλογες απόψεις έχει διατυπώσει και ο Πολ Κρούγκμαν. Οι δύο οικονομολόγοι δεν μπορεί ασφαλώς να κατηγορηθούν για άγνοια. Ούτε για δόλο, ότι θα ήθελαν ας πούμε την κατάρρευση του ευρώ γιατί το είδαν από την αρχή με κακό μάτι. Το πιο σουρεαλιστικό απ’ όλα είναι ότι τους διαψεύδει ο τότε υπουργός Εξωτερικών και Οικονομικών Ντομίνγκο Καβάγιο, ο οποίος τη δεκαετία του ’90 επεξεργάστηκε και εφήρμοσε τη λεγόμενη «στρατηγική της Αργεντινής» κατ’ απαίτησιν του ΔΝΤ. Και προειδοποιεί την Ευρώπη ότι μια τέτοια στρατηγική θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία!
Ο «μοιραίος» αυτός υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής διαψεύδει την άποψη ότι η υποτίμηση του πέσο βοήθησε να σταματήσει η ανάληψη χρημάτων από τις τράπεζες. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη: οι αναλήψεις πολλαπλασιάστηκαν, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αναγκαστεί να μετατρέψει τον απλό περιορισμό στο ύψος των αναλήψεων («corralito») σε πλήρη κατάσχεση κάθε τύπου τραπεζικού λογαριασμού («corraln»). Οσο για την ταχεία ανάκαμψη μετά το 2003, ήταν αποτέλεσμα της πρωτοφανούς βελτίωσης στους όρους των εξωτερικών συναλλαγών. Και παρ’ όλα αυτά, ολόκληροι τομείς της οικονομίας κατέρρευσαν (ενέργεια, μεταφορές, κτηνοτροφία).
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της χρεοκοπίας χωρών της Λατινικής Αμερικής έγκειταιστο ότι, διασώζοντας την Αθήνα, οι επίσημοι πιστωτές έχουν αναλάβει χρέος, το οποίο σε άλλη περίπτωση θα βάρυνε αποκλειστικώς τους ιδιώτες. Αυτό περιπλέκει τους υπολογισμούς και μεγαλώνει τον αριθμό των παικτών που θα πληγούν σε μια αναδιάρθρωση. Στην περίπτωση του ΔΝΤ, ο διεθνής οργανισμός απολαμβάνει καθεστώς προνομιακού πιστωτή σε όλα τα δάνεια και ενδεχομένως θα προστατευθεί από κάθε «κούρεμα». Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η ΕΚΤ θα δυσκολευθούν να διεκδικήσουν προτεραιότητα.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν προνομιακό καθεστώς στο πλαίσιο του ταμείου διαχείρισης μελλοντικών κρίσεων, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Ομως, με την Ελλάδα η συμφωνία δανεισμού έγινε σε μια βάση pari passu, δηλαδή ισοτιμίας. Η έκθεση της ΕΚΤ, εν τω μεταξύ, προέκυψε από την αγορά ελληνικών ομολόγων από την αγορά, η οποία λογικά δεν προσφέρει κάποια ειδική προστασία. Από μία αυστηρά νομική πλευρά, η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επωμιστούν ανάλογες ζημίες με τις τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλους φορείς του ιδιωτικού τομέα. Οι εν λόγω ζημίες θα είναι περιορισμένες εξαιτίας του ότι η ΕΚΤ απέκτησε τα ομόλογα σε μειωμένες τιμές, αλλά εξακολουθούν να έχουν επικίνδυνες επιπτώσεις για την κεντρική τράπεζα και τον ρόλο της σε μελλοντικές κρίσεις. Με το να πληρώνει για τη σπάταλη συμπεριφορά μιας κυβέρνησης της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι παραβιάζει τις βασικές αρχές της υγιούς νομισματικής διαχείρισης.