Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Και ξαφνικά, άρχισαν όλοι να συζητούν για τον ελληνικό ήλιο. Και τι φωτεινός είναι και πόσο ζεστός και πόσο πολύ μας προτιμά, μένοντας με τις ώρες πάνω από τα κεφάλια μας. Συγγνώμη, αλλά τώρα ανακαλύψαμε τον ελληνικό ήλιο; Τώρα πληροφορηθήκαμε την μεγάλης διάρκειας ηλιοφάνεια στη χώρα μας; Μήπως τελικά πράγματι, δύο χρόνια μετά την επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ανέτειλε επιτέλους ο ήλιος πάνω από τη χώρα;
Τα ρωτώ όλα αυτά, διότι υποθέτω πως ο ήλιος έλαμπε πάνω από την Ελλάδα και τον Οκτώβριο του 2009. Επίσης, ήταν ανέκαθεν γνωστό – και επομένως και κατά τις πρώτες «επαναστατικές» εκατό ημέρες - πως η Γερμανία επιθυμεί να έχει πάντα λυμένο το ενεργειακό της πρόβλημα, διότι διαφορετικά δεν λειτουργούν οι βιομηχανίες της.
Πρόκειται για κάτι που το γνωρίζουν ακόμη και τα μικρά παιδιά.
Μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε αυτονόητο ότι πολιτικοί οι οποίοι κυβερνούν μια καταχρεωμένη ηλιόλουστη χώρα και απλώνουν το χέρι για δανεικά σε ανήλιαγες χώρες, θα έβαζαν το μυαλό τους να δουλέψει και να εντοπίσει τι χρειάζονται οι δανειστές.
Φυσικά, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί, το αυτονόητο δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Ο ελληνικός ήλιος δεν μπήκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από όσο γνωρίζουμε, οι εγκέφαλοι που διαπραγματεύτηκαν (λέμε τώρα) για λογαριασμό μας, έκαναν μια συμφωνία του τύπου τι μας δίνετε, πόσο επιτόκιο βάζετε, τι διάρκεια (άλλη πονεμένη ιστορία) θα έχει το δάνειο.
Αν κρίνουμε από τις δραματικές εξελίξεις των τελευταίων δύο χρόνων, το γεγονός ότι δεν πληροφορηθήκαμε ποτέ τίποτε το συγκεκριμένο για ανάπτυξη επενδύσεων από την πλευρά των ευρωπαϊκών χωρών και τις επίμονες συζητήσεις με χώρες όπως το Κατάρ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως υπήρξε απροθυμία για τέτοιου είδους συζητήσεις με τους φυσικούς μας εταίρους και συμμάχους.
Μόνο αναγκαστικά και ως συνέπεια των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου, ξεκίνησε αυτή η συζήτηση που κατέληξε στην απόφαση για το «ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ» (λέμε τώρα) και την κάθοδο αυτές τις μέρες του Γερμανού υπουργού των Οικονομικών Ρέσλερ, συνοδεία Γερμανών επιχειρηματιών.
Σ’ αυτό το δραματικό διάστημα των δύο χρόνων, για την Αθήνα η Ευρώπη υπήρχε μόνο για να δίνει τα δάνεια και να περιορίζει την εθνική κυριαρχία της χώρας μας.
Πρόκειται για πολύ ύποπτη συμπεριφορά. Ακόμη και αν οι Γερμανοί δεν είχαν σκεφθεί τον ελληνικό ήλιο (που όσο και να πουλήσουμε, δόξα τω Θεώ δεν… τελειώνει), όφειλαν να το έχουν σκεφθεί οι Έλληνες και να το είχαν βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την αρχή.
Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η Γερμανία δεν το είχε σκεφθεί, μπορούμε άνετα να φανταστούμε πως είχε το Βερολίνο είχε αναφερθεί στο θέμα και η Αθήνα έκανε ότι δεν άκουσε.
Συγγνώμη, αλλά δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Ο ήλιος ήταν από πάντα εδώ, η Γερμανία τον χρειάζεται, εμείς μπορούμε να πουλάμε ενέργεια σ’ αυτούς που την χρειάζονται – τώρα τα θυμήθηκαν και τα πετρέλαια – το Βερολίνο, βρίσκεται (ειδικά μετά την Φουκουσίμα) σε διαδικασία κατάργησης των πυρηνικών του εργοστασίων, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το 2020.
Τι χρείαν άλλων αποδείξεων έχουμε;
Δεν μπορούμε να δεχθούμε πως δεν έγινε καμία νύξη για τέτοια συνεργασία. Ούτε μπορούμε να δεχθούμε πως υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να ασχολείται με την πολιτική, που δεν γνωρίζει ότι η επίλυση του προβλήματος του ελληνικού χρέους περνάει μέσα από την ενεργειακή αυτονομία της Γερμανίας (εντάξει, ας μην πω μεγάλη κουβέντα, αλλά αν δεν μπορούν να το σκεφθούν, δεν μπορώ να φανταστώ κανένα επάγγελμα με το οποίο οφείλουμε να τους στείλουμε να ασχοληθούν, διότι είναι όλα (τα επαγγέλματα) αξιοσέβαστα). Στο τέλος, όταν τα πράγματα έφθασαν στο γνωστό αδιέξοδο που οδήγησε στις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, οι Γερμανοί δεν άντεξαν. Και το είπαν. Πρώτος ο Σοιμπλε μίλησε τότε για τον ελληνικό ήλιο.
Και μόλις πριν από τρεις ημέρες η κ. Μέρκελ το είπε ξεκάθαρα: «Πρέπει το Βερολίνο να σταματήσει τις επιδοτήσεις που αφορούν στην παραγωγή ηλιακής ενέργειας στη Γερμανία, διότι είναι πιο λογικό στο μέλλον η χώρα να εισάγει ηλιακή ενέργεια από περιοχές όπως η Ελλάδα, που έχουν μεγαλύτερη ηλιοφάνεια».
Χρειαζόταν καμιά φιλοσοφία; Δεν το ήξεραν οι Γερμανοί; Το ήξεραν και το παραήξεραν! Και προφανώς το είχαν ζητήσει.
Το ερώτημα είναι για ποιο (ύποπτο) λόγο η κυβέρνηση προτίμησε να διαλυθεί η χώρα και ο λαός της, να φθάσει η Ελλάδα σε ένα σημείο από το οποίο δύσκολα θα υπάρξει αναίμακτη επιστροφή και δεν έπραξε το αυτονόητο.
Πολύ περισσότερο που ο κ. Παπανδρέου με τον σύμβουλό του κ. Στίγκλιτς, σε όλα τα Συνέδρια της Σύμης, μας είχαν ταράξει με τα φληναφήματα περί «πράσινης ανάπτυξης».
Να φοβήθηκε μήπως μας… τελειώσει ο ήλιος; Μα δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα συνέχιζε να μας ζεσταίνει ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ!
Ας αφήσουμε που ούτε κι’ αυτόν κατάφεραν να προστατέψουν στο τέλος...