Απάντηση της Επιτρόπου Εκπαίδευσης της ΕΕ στον Ευρωβουλευτή Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά
«Η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει την «διαρροή εγκεφάλων» και να καταστεί χώρα υποδοχής επιστημόνων, αν θέλει να έχει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης, προόδου και ανταγωνιστικότητας», δήλωσε ο Ευρωβουλευτής της ΝΔ, Καθηγητής Ιωάννης Α. Τσουκαλάς, με αφορμή απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το θέμα της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain).
Σύμφωνα με τον κο Τσουκαλά, «αυτό αυτονόητα προϋποθέτει την ύπαρξη πανεπιστημίων που θα αξιολογούνται με βάση τις επιδόσεις τους στην έρευνα και την ακαδημαϊκή αριστεία και όχι με βάση τα αγωνιστικά και συνδικαλιστικά «επιτεύγματα» πρυτάνεων, καθηγητών και φοιτητών.
Η διαρροή εγκεφάλων δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα καθώς κι άλλες μικρές Ευρωπαϊκές χώρες χάνουν άξιους ανθρώπους προς όφελος χωρών που τους προσφέρουν καλύτερες επαγγελματικές και επιστημονικές προοπτικές. Ωστόσο, η κρίση οικονομίας και θεσμών των τελευταίων ετών έχει δυστυχώς μετατρέψει το πλέον ικανό ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας στο πρώτο εξαγώγιμο προϊόν της. Η αντιστροφή αυτής της τάσης οφείλει να αποτελέσει στρατηγική προτεραιότητα, προκειμένου η χώρα μας να μην στερηθεί κι άλλο από το πολύτιμο παραγωγικό δυναμικό που θα επέτρεπε τον μετασχηματισμό της σε μια διεθνώς ανταγωνιστική, βασισμένη στη γνώση και την καινοτομία οικονομία».
Ο Έλληνας Ευρωβουλευτής είχε καταθέσει ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αφορμή την αυξανόμενη κινητικότητα ερευνητών και επιστημόνων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και τις αναφορές για σημαντικό αριθμό Ελλήνων ερευνητών που μεταναστεύει στο εξωτερικό για να εργαστεί σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και εταιρείες.
Στην απάντησή της, η κα Βασιλείου, αρμόδια Επίτροπος για θέματα Εκπαίδευσης, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας, δηλώνει ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δώσει ακριβή εικόνα για τις συνολικές ροές ερευνητών από και προς την Ελλάδα, λόγω έλλειψης συγκρίσιμων στοιχείων. Σύμφωνα με την Επίτροπο, από μελέτες που πραγματοποίησε σε επίπεδο ΕΕ, προκύπτει ότι η διεθνής κινητικότητα των Ελλήνων ερευνητών - που εργάζονται ήδη σε ερευνητικά κέντρα - ήταν η μεγαλύτερη στην ΕΕ (73% έναντι 56%, του μέσου όρου της ΕΕ-27) . Η τάση αυτή την τελευταία τριετία έχει αντιστραφεί, με την μεγαλύτερη μείωση κινητικότητας να εμφανίζεται στους ερευνητές που προέρχονται από χώρες που πλήττονται εντονότερα από την οικονομική κρίση: Ελλάδα (24%), Ιρλανδία (21%) και Πορτογαλία (31%).
Σύμφωνα με την κα Βασιλείου, ορισμένα ελληνικά πανεπιστήμια κάνουν προσπάθειες προσέλκυσης ερευνητών, στηρίζοντας σχετικές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, όπως η Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή και ο Κώδικας Δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών, που συμβάλλουν σημαντικά στο να γίνει ελκυστικότερη η σταδιοδρομία των ερευνητών, δίνοντας έμφαση στα επαγγελματικά τους δικαιώματα και στις συνθήκες απασχόλησής τους. Στις πρωτοβουλίες αυτές συμμετέχουν περισσότερα από 1000 ευρωπαϊκά ιδρύματα αλλά και επτά ελληνικά, μεταξύ των οποίων τα πανεπιστήμια Κρήτης, Ιωαννίνων και Θεσσαλίας.
Οι πρωτοβουλίες αυτές υιοθετήθηκαν και από την 65η Σύνοδο των Ελληνικών Πανεπιστημίων (Οκτώβριος 2010), όπου η Σύνοδος των Πρυτάνεων υιοθέτησε τις αρχές της Χάρτας και του Κώδικα και προέτρεψε τα ελληνικά πανεπιστήμια να προσυπογράψουν τις αρχές αυτές και να τις εντάξουν στη λειτουργία τους σύμφωνα με το θεσμικό τους πλαίσιο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες τους. «Είναι ενθαρρυντικό να διαπιστώνεται ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι προσηλωμένα στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των ερευνητών τους παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, καθώς ζητήματα, όπως οι συμβάσεις απασχόλησης, οι λογικοί μισθοί και οι καλές συνθήκες εργασίας είναι σημαντικά μέσα για την ανάσχεση της «διαρροής εγκεφάλων»», τόνισε η Κύπρια Επίτροπος.