Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Το λεξικό της κρίσης

ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Γράφει η Μαρίνα Κουρμπέλα
Τι σημαίνoυν οι όροι Αναχρηματοδοτηση του χρέους, Διαφορά επιτοκίου, γνωστότερη ως spread, Credit Default Swap (CDS) ή Συμφωνία ανταλλαγής ασφαλίστρων κινδύνου χρεοκοπίας, Naked CDS, και μια σειρά άλλοι, πού έχουν «εισβάλει» στην καθημερινή μας ζωή, με το ξέσπασμα της κρίσης, το 2008, και συνεχίζουν να μάς απασχολούν;
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρόντισε να μας ενημερώσει…

Εμπορικό έλλειμμα/πλεόνασμα. Οι χώρες που εξάγουν αγαθά και υπηρεσίες με μεγαλύτερη αξία από ό,τι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εισάγουν, εμφανίζουν εμπορικό πλεόνασμα ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα. Η διατήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων οδηγεί στις ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας.
Ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία. Όταν ορισμένες χώρες διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα υψηλά πλεονάσματα, που όμως δεν είναι διατηρήσιμα, ενώ άλλες εμφανίζουν, επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγάλα ελλείμματα.
Πλεονασματικές χώρες. Είναι εκείνες που έχουν τεράστια πλεονάσματα όπως η Γερμανία, η Κίνα, η Ιαπωνία και οι σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες. Κερδίζουν περισσότερα από τις εξαγωγές τους απ' ότι δαπανούν για να εισάγουν. Το πλεόνασμα παίρνει τη μορφή πιστώσεων που διοχετεύονται στη διεθνή αγορά μέσω των χρηματαγορών.
Ελλειμματικές χώρες. Εκείνες με τεράστιο εμπορικό έλλειμμα όπως η Ελλάδα ή οι ΗΠΑ που δεν εξάγουν αρκετά ώστε να καλύψουν το κόστος των εισαγωγών τους και αναπληρώνουν το έλλειμμα με δανεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Το παγκόσμιο σύστημα είναι από τη φύση του κλειστό κι έτσι τα πλεονάσματα των μεν αντανακλώνται στα ελλείμματα των δε, καθώς δεν είναι δυνατόν να έχουν όλες οι χώρες περισσότερες εξαγωγές από ότι εισαγωγές.
Οι ελλειμματικές χώρες απορροφούν τα πλεονάσματα με τη μορφή των δανείων που λαμβάνουν από τις πλεονασματικές χώρες για να πληρώσουν για τις εισαγωγές τους, περίπου όπως οι έμποροι αυτοκινήτων παρέχουν στους πελάτες τους το δάνειο που θα επιτρέψει την αγορά του αυτοκινήτου. Ο δε δανεισμός οδηγεί στο χρέος…
Ιδιωτικό χρέος. Είναι το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Τα πλεονάσματα των χωρών με μεγάλα πλεονάσματα περνούν στη διεθνή αγορά που με τη σειρά της τα διοχετεύει με τη μορφή δανείων σε εκείνους που τα χρειάζονται. Φυσικοί πελάτες αυτού του δανεισμού είναι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες από ότι δυνατότητες… Αυτό όμως ενέχει κινδύνους.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα λεγόμενα «bad loans», τα δάνεια που ο δανειολήπτης αδυνατεί να ξεπληρώσει εν μέρει ή και ολοκληρωτικά. Όταν όμως η τράπεζα δεν εισπράξει αυτά που έχει δανείσει, δυσκολεύεται με τη σειρά της να πληρώσει τους δικούς της πιστωτές και καταθέτες. Η κρίση προήλθε, ακριβώς, από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που παρείχαν αφειδώς πολλές τράπεζες που στη συνέχεια βρέθηκαν προ αδιεξόδου όταν λόγω και της σταδιακά εντεινόμενης ανεργίας, εκείνοι που δανείσθηκαν δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τις δόσεις τους. Επίσης τα κτίρια, σπίτια και γραφεία, που είχαν κατασκευασθεί επίσης αφειδώς δεν βρήκαν αγοραστές και ενοικιαστές οδηγώντας τους κατασκευαστές και τις τράπεζες που τους είχαν δανείσει, σε αδιέξοδο.Ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής ιδιαίτερα χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης ή πιο απλά subprime loans. Αποτέλεσαν την άμεση αιτία της κρίσης καθώς ήταν τα πρώτα που κατέστη αδύνατον να εξυπηρετηθούν. Πρόκειται για ενυπόθηκα δάνεια τα οποία δεν είχαν ελπίδα αποπληρωμής παρά μόνον αν η αξία των ακινήτων παρέμενε σε ανοδική τροχιά, αν ο ρυθμός ανάπτυξης παρέμενε υψηλός και αν τα επιτόκια διατηρούνταν σε χαμηλό επίπεδο. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι…
Πλεόνασμα/έλλειμμα του προϋπολογισμού. Το έλλειμμα ή το πλεόνασμα ενός προϋπολογισμού προκύπτει στο τέλος του έτους από το ισοζύγιο των δαπανών του κράτους με τα (κατά βάσιν φορολογικά) έσοδά του. Η ανάγκη να αποτραπεί η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πραγματική καταστροφή ώθησε τα περισσότερα κράτη μέλη να παράσχουν τεράστια κονδύλια για τη στήριξη των τραπεζών και των οικονομιών τους. Τούτο σε μία περίοδο στην οποία τα φορολογικά έσοδα πλήττονταν από τη μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω της κρίσης, με τελικό αποτέλεσμα την εκτόξευση των ελλειμμάτων στις περισσότερες χώρες.
Δημόσιο Χρέος. Είναι το ποσό που το κράτος οφείλει στους πιστωτές του και εν πολλοίς προκύπτει από τη συσσώρευση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα το κράτος είναι υποχρεωμένο να δανεισθεί εκδίδοντας κρατικά ομόλογα.
Ομόλογα. Το ομόλογο είναι στην πράξη μια υπόσχεση: Εκείνος που το εκδίδει υπόσχεται να αποπληρώσει εντόκως το ποσό που του παρέχουν εκείνοι που αγοράζουν το ομόλογο. Τα κρατικά ομόλογα εκδίδονται από το δημόσιο και τα αγοράζουν τράπεζες και άλλοι οργανισμοί όπως τα ασφαλιστικά ταμεία με την προοπτική μελλοντικής και έντοκης εξόφλησής τους…
Επιτόκιο. Το ύψος του επιτοκίου που επιβαρύνει τα ομόλογα είναι εκείνο που κρίνει το μέγεθος της επιβάρυνσης του φορολογούμενου. Όσο μεγαλύτερος θεωρείται ο κίνδυνος να μπορέσει μια χώρα να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει ανάγκη τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, άρα τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό που είναι υποχρεωμένο το κράτος αυτό να καταβάλλει κάθε χρόνο στους πιστωτές του.
Διαφορά επιτοκίου. Γνωστότερη ως «spread» είναι η διαφορά, εκπεφρασμένη σε μονάδες βάσης (όπου 1% ισοδυναμεί με 100 μονάδες βάσης), μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλεται στα θεωρούμενα ως ασφαλέστερα ομόλογα και στα υπόλοιπα. Στη ζώνη ευρώ το spread προσδιορίζεται με βάση το επιτόκιο των γερμανικών ομολόγων. Για παράδειγμα, αν το γερμανικό επιτόκιο είναι 3,0% και τα ομόλογα μιας άλλης χώρας εμφανίζουν spread 350 μονάδων βάσης, τότε τα ομόλογα αυτής της χώρας επιβαρύνονται με επιτόκιο 6,5%. Σε κάθε περίπτωση η διαφορά ή spread αντανακλά το πόσο "επικίνδυνα" ή μη θεωρούν οι επενδυτές τα ομόλογα κάθε χώρας.
Αναχρηματοδοτηση του χρέους. Είναι η αποπληρωμή χρέους με νέο δανεισμό. Όταν πλησιάζει η ωρίμανση (με άλλα λόγια η εκπνοή) των ομολόγων της, μια χώρα μπορεί να εκδώσει νέα για να πληρώσει τους κατόχους τους. Είναι η συνήθης πρακτική παγκοσμίως. Προβληματική και εστία προβλημάτων όταν οι πιστωτές αρνούνται να καλύψουν την έκδοση των νέων ομολόγων κρίνοντας τον κίνδυνο υπερβολικό και αντ' αυτού απαιτούν την εξόφληση της υφιστάμενης οφειλής.
Credit Default Swap (CDS) ή Συμφωνία ανταλλαγής ασφαλίστρων κινδύνου χρεοκοπίας. Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που εκδίδεται για να ασφαλίσει τον πιστωτή έναντι του κινδύνου να μην εισπράξει όλο ή μέρος του ποσού που του οφείλεται. Σε περίπτωση χρεοκοπίας ο κάτοχος CDS αποζημιώνεται και την απώλεια υφίσταται αυτός που το εξέδωσε. Τα CDS εκδίδονται από τράπεζες, επενδυτικά ταμεία και άλλους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Naked CDS. Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που αγοράζει επενδυτής χωρίς να κατέχει τη λεγόμενη υποκείμενη αξία, πιο απλά το ομόλογο που ασφαλίζει το CDS. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στάσης πληρωμών τόσο υψηλότερη είναι η αξία του. Η απαγόρευσή τους εξετάζεται σε επίπεδο ΕΕ.

Η γλώσσα του χρήματος

Τι κρύβει μια τράπεζα; Μέχρι τώρα εξετάσαμε πώς μερικές οικονομίες κερδίζουν περισσότερα από τις εισαγωγές τους απ' ότι πληρώνουν για τις εισαγωγές τους με το πλεόνασμα να είναι διαθέσιμο για άλλες χρήσεις. Το ίδιο ισχύει για τις εταιρίες και τα νοικοκυριά: αν τα έσοδά τους είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες τους έχουν χρήματα που μπορούν να δανείσουν σε άλλους. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο χρηματοπιστωτικός τομέας που διοχετεύει, με το αζημίωτο, το χρήμα από εκείνους που δανείζουν σε εκείνους που δανείζονται.
Χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, είναι μια άλλη έκφραση για όταν εκείνοι που θέλουν να δανείσουν συναντούν εκείνους που έχουν ανάγκη δανεικών, κάτι που συμβαίνει μεταξύ χωρών (όπως όταν η Κίνα αγοράζει ομόλογα ΗΠΑ) και εντός αυτών, όπως όταν μια τράπεζα αξιοποιεί τις καταθέσεις των νοικοκυριών για να παράσχει δάνειο σε μια εταιρία. Έτσι, η διαμεσολάβηση συνήθως παρέχεται από τις…
Τράπεζες. Οι ιδιοκτήτες ή μέτοχοι της τράπεζας έχουν βάλει τα χρήματά τους στην τράπεζα παρέχοντας το κεφάλαιό της. Το τι ακριβώς κάνει μία τράπεζα είναι σχετικά απλό: δανείζεται χρήματα από τους καταθέτες με συγκεκριμένο επιτόκιο (το επιτόκιο καταθέσεων) και το δανείζει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με επίσης συγκεκριμένο επιτόκιο (το επιτόκιο χορηγήσεων). Το πρώτο είναι κατά κανόνα χαμηλότερο από το δεύτερο και από εκεί προκύπτει το κέρδος της τράπεζας.
Ή τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στους καλούς καιρούς. Αν η οικονομία πέσει σε βαθειά ύφεση τα πράγματα αλλάζουν. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά δυσκολεύονται να καταβάλλουν τις δόσεις των δανείων που έχουν πάρει και αυτό δημιουργεί πρόβλημα στις τράπεζες που, εν τω μεταξύ, εξακολουθούν να χρωστούν στους καταθέτες και δανειστές τους. Αν εκείνοι που έχουν εμπιστευθεί τα χρήματά τους στην τράπεζα χάσουν την εμπιστοσύνη τους τότε δημιουργείται
Πανικός. Αν δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η τράπεζα έχει τόσα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (με άλλα λόγια δανειολήπτες που αδυνατούν να την πληρώσουν) που να κινδυνεύει να μείνει χωρίς χρήματα, τότε είναι εντελώς λογικό να σπεύσουν οι καταθέτες να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Αν ο αριθμός των καταθετών που το κάνει είναι μεγάλος τότε η τράπεζα θα αντιμετωπίσει οξεία…Έλλειψη ρευστότητας. Η τράπεζα έχει δανείσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που της έχουν καταθέσει οι πελάτες της. Αν μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός κάνει ανάληψη ανά πάσα στιγμή τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως σπεύσουν όλοι ταυτόχρονα τότε η τράπεζα απλώς θα υποχρεωθεί να κλείσει, ακόμα και αν είχε τη δυνατότητα να ξεπληρώσει τους καταθέτες εφ' όσον της δινόταν λίγο παραπάνω χρόνος. Η έλλειψη ρευστότητας δεν πρέπει να συγχέεται με τη…
Χρεοκοπία. Όταν αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπερβεί ένα όριο, τότε η τράπεζα βρίσκεται να χρωστά περισσότερα στους πιστωτές της από ότι είναι η αξία των δανείων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της. Έτσι, ακόμα και αν πουλούσε τα πάντα αμέσως πάλι δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει τους πιστωτές της.
Όταν ένα δάνειο γίνει επισφαλές η τράπεζα καταγράφει τη ζημιά. Ωστόσο τέτοιου είδους ζημιές ή απομειώσεις είναι, εντός ορίων, φυσιολογικό μέρος της ζωής κάθε επιχείρησης. Οι τράπεζες οφείλουν φυσικά να διασφαλίζουν ότι σε κάθε περίπτωση είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν κανονικά το χρέος τους, ακόμα και αν ένα (μικρό) ποσοστό των δανείων που έχουν οι ίδιες δώσει κριθεί επισφαλές. Από αυτό προέρχεται η σημασία των….
Κεφάλαια της τράπεζας. Το κεφάλαιο είναι τα χρήματα που έβαλαν οι ιδιοκτήτες της τράπεζας στην επιχείρησή τους και η απόδειξη της συνεισφοράς τους αυτής είναι οι μετοχές που κατέχουν. Το κεφάλαιο της τράπεζας είναι η πρώτη γραμμή άμυνάς της καθώς είναι εκείνα που απορροφούν την απώλεια των επισφαλών δανείων. Αν επαρκεί, τότε οι καταθέτες δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν. Αν όμως οι ζημιές είναι μεγαλύτερες από τη δυνατότητα των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας να τις απορροφήσουν τότε έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν…
Η επάρκεια των κεφαλαίων της τράπεζας, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς είναι τόσο σημαντική για την αποφυγή προβλημάτων που οι ρυθμιστικές αρχές έχουν θεσπίσει δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που κατά βάσιν είναι η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων προς τα δάνεια, ομόλογα και κάθε άλλου είδους επένδυση, από την τράπεζα, των χρημάτων που της έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες της.
Αν για παράδειγμα ο δείκτης αυτός είναι 8%, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει ανά πάσα στιγμή να έχουν 8 ευρώ ιδίων κεφαλαίων για κάθε 100 ευρώ που δανείζουν. Έτσι αν από κάθε δάνειο των 100 ευρώ εισπράξουν εν τέλει μόνο τα 92, τότε τα κεφάλαιά τους μπορούν να καλύψουν τη ζημιά χωρίς άλλη βλάβη της τράπεζας. Όπως είναι προφανές, όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης τόσο μεγαλύτερη είναι η ασφάλεια των καταθέσεων.
Η «μόχλευση» (leverage) είναι το ίδιο αντεστραμμένο: Ο λόγος του χρέους προς το κεφάλαιο. Ένα παράδειγμα. Αν έχουμε κεφάλαιο 50 ευρώ και το επενδύσουμε σε ένα άλογο που ξέρουμε ότι θα κερδίσει αποφέροντας τελικό κέρδος 100 ευρώ, γιατί να μη δανειστούμε 50 ευρώ από κάποιον ώστε να στοιχηματίσουμε 100 ευρώ; Αν η "μόχλευση" είναι 1 (ένα ευρώ χρέους για κάθε ευρώ κεφαλαίου) το κέρδος θα είναι 200 ευρώ και, επιστρέφοντας τα δανεικά 50 ευρώ, μένουμε με τελικό κέρδος 150 ευρώ...
Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να συμβεί και το ακριβώς αντίστροφο: Αν χάσουμε το στοίχημα δεν χάνουμε απλώς τα 50 ευρώ μας αλλά χρωστάμε και τα άλλα 50 σε εκείνον που μας τα είχε δανείσει. Έτσι η μόχλευση πολλαπλασιάζει τα κέρδη αλλά μπορεί κάλλιστα να πολλαπλασιάσει και τις ζημιές.
Είναι δε σημαντικό ότι όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε τράπεζες είναι είτε ασφαλιστικά ταμεία είτε hedge funds, κατά βάσιν λειτουργούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Οι ιδιοκτήτες - μέτοχοι συνεισφέρουν επαρκή κεφάλαια εκκίνησης και στη συνέχεια το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δανείζεται (τις καταθέσεις των πελατών ή τις εισφορές των εργαζομένων ή από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) και με τη σειρά του επενδύει, με τη μορφή χορήγησης δανείων, αγοράς μετοχών και ομολόγων ή και με "στοιχήματα" στην αγορά παραγώγων. Πιο απλά χρησιμοποιεί τη «μόχλευση», τα χρήματα των πελατών της, για να αυξήσει τα κέρδη που θα απέφερε η αρχική επένδυση των ιδιοκτητών της.
Αν όμως οι επενδύσεις αυτές δεν εξελιχθούν αισίως, αν τα δάνεια αποδειχθούν επισφαλή, αν τα χρηματιστήρια πέσουν, τότε οι απώλειες αποδεικνύονται μεγάλες, ενίοτε μεγαλύτερες από ότι είχαν αρχικά προβλέψει οι ίδιες οι τράπεζες και οι ρυθμιστές αρχές που τις εποπτεύουν. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στον πανικό αλλά επειδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι απολύτως απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να παρέμβουν, φυσικά με χρήματα του απλού φορολογούμενου.