ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΒΟΪΤΣΙΔΗ
Κάποτε την άντεχα. Τώρα πια η γκρίνια από ανθρώπους που αγωνιούν για το δεύτερο ΙΧ και το εξοχικό μού φαίνεται ανυπόφορη. Θαυμάζω τους ανθρώπους που ξεχωρίζουν τι είναι απαραίτητο και τι είναι περιττό και εκτιμούν αυτό που έχουν. Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις με συμβολαιογράφους που διεκτραγωδούσαν πόσο δύσκολο είναι το επάγγελμα και πόσο δίκαιες οι αμοιβές τους, θαύμασα τον παλιό μου συμφοιτητή που πήγε κόντρα στη ρητορεία του επαγγέλματος. «Από τη μέρα που έγινα συμβολαιογράφος», μου είπε, «άλλαξε η ζωή μου. Εκεί που έπρεπε να παρακολουθώ όλο το επιστητό της νομικής, τώρα μου φτάνει ένα ράφι στη βιβλιοθήκη. Και από λεφτά, χόρτασα».
Ο φίλος εκπροσωπεί μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια και απέκτησε όσο πλούτο δεν τολμούσε να ονειρευτεί. Στο χωριό του, στην Πίνδο, κάποτε έφτανες έπειτα από δρόμο δύο ημερών αλλά τα τελευταία χρόνια έγινε in και τα Σαββατοκύριακα γεμίζει μαύρα 4x4. Γεννήθηκε «στα χιόνια», όπως του έλεγε η μητέρα του, κάπου τέλος Ιανουαρίου, γιατί ούτε η ίδια θυμόταν πότε ακριβώς. Η ημερομηνία που δηλώθηκε στο ληξιαρχείο είναι εικονική. Ο πατέρας, άξιος άνθρωπος, έφερε την οικογένεια στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές της δεκαετίας του '60. Ο φίλος μου δούλευε γκαρσόνι σε κυλικείο, το ίδιο και τα αδέλφια του. Δουλεύοντας, σπούδασαν και οι πέντε. Ολα σε δύσκολες σχολές. Σήμερα, είναι από τους καλύτερους στα επαγγέλματά τους.
Ευτυχώς, ο φίλος δεν εκπροσωπεί και τη συμπεριφορά αυτής της γενιάς που αυτάρεσκα διακήρυξε ότι θα άλλαζε την Ελλάδα και εντέλει βούλιαξε στο νεοπλουτισμό, τη διαφθορά και το λαϊκισμό. Δεν έχει βίλα πρώτη στο κύμα. Αντί για το καλοκαιρινό vanity fair της Κασσάνδρας, προτιμά να ταξιδεύει στον κόσμο και να μαζεύει εικόνες - χωρίς golden πιστωτικές και ξενοδοχεία χλιδής. Στο Παρίσι πηγαίνει για να δει τους ιμπρεσιονιστές στο Orsay, όχι για να γεμίσει σακούλες στις «Galeries Lafayetes». Και το πατρικό του, το ανακαίνισε τόσο λιτά όσο χρειάζεται για να περνά εκεί μερικές μέρες το χρόνο. Εδώ και καιρό οι δουλειές του πάνε πίσω αλλά δε διαμαρτύρεται. Ούτε διανοείται να απολύσει κάποια υπάλληλό του. «Ο πατέρα μου γυρνούσε τα βουνά με το μουλάρι. Θα ντρεπόταν αν με άκουγε να παραπονιέμαι», μου είπε τις προάλλες. «Και να σου πω κάτι; Οργίζομαι που ακόμη δεν καταλάβαμε ότι υποθηκεύσαμε το μέλλον των παιδιών μας».