ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Ανεβαίνει τα σκαλιά με αργά, κουρασμένα βήματα σαν να τον βαραίνει η πλαστική σακούλα που κρατάει σφιχτά στο δεξί του χέρι. Λίγα μέτρα πιο πέρα κάποιο κουδούνι δίνει το σήμα για το τέλος των μαθημάτων και δεκάδες μικρά παιδιά με πολύχρωμες σχολικές τσάντες ξεχύνονται στο δρόμο του. Η φιγούρα του κ. Κώστα δεν ταιριάζει στο πολύβουο χαρούμενο σκηνικό. Στα 53 του χρόνια βρέθηκε στο συσσίτιο του δήμου Θεσσαλονίκης, στην οδό Κρυστάλλη 10, και στη σακούλα που εξακολουθεί να σφίγγει με πείσμα βρίσκεται το μεσημεριανό του και ενδεχομένως το μοναδικό φαγητό του για την υπόλοιπη ημέρα.«Εκεί που δεν το περιμένεις, αλλάζει όλη σου η ζωή. Είχα οικογένεια, είχα ένα παιδί, δουλειά, ζωή κι αξιοπρέπεια. Τους τελευταίους μήνες δε μου έχει μείνει τίποτε», λέει. Μιλάει νευρικά, γρήγορα και το βλέμμα του διατρέχει την πλατεία Αντιγονιδών. Ζει μαζί με ένα φίλο του, κάπου στο κέντρο και περιστασιακά μοιράζει φυλλάδια για να μαζέψει λίγα λεφτά. Φωτογραφία δε δέχεται να βγει. «Οι δικοί μου δεν ξέρουν ότι έρχομαι εδώ. Και δε θέλω να το μάθουν».Ο κ. Αναστάσης, από την άλλη, δεν έχει πρόβλημα να βγει φωτογραφία και «να τα πει». «Αλλωστε», εξηγεί καθώς διαλέγει το δίσκο με το φαγητό και το ψωμί του, «είμαι μόνος μου στον κόσμο». Από τα μέσα Αυγούστου και κάθε μέρα, λίγο μετά τις 12.30 το μεσημέρι, ο 60χρονος άντρας κατεβαίνει τα σκαλιά του χώρου όπου διανέμεται το συσσίτιο του δήμου. «Δούλευα χρόνια στην Αθήνα ως υπεύθυνος σε μία μεταφορική εταιρία. Σε καλό πόστο δηλαδή. Τον Ιανουάριο, εν μία νυκτί, η εταιρία έκλεισε, η επιχείρηση μεταφέρθηκε στο εξωτερικό και βρεθήκαμε όλοι στον αέρα, χωρίς αποζημίωση, χωρίς τίποτε. Είπα τότε να γυρίσω στο χωριό μου, στη Ξάνθη, αλλά δε βρήκα τίποτε. Ολα είχαν ρημάξει», διηγείται. Ο δρόμος του τον έβγαλε τελικά στη Θεσσαλονίκη, στα παγκάκια της πλατείας ΧΑΝΘ και από εκεί στο ξενοδοχείο αστέγων του δήμου. «Μέχρι το τέλος της εβδομάδας», βιάζεται να συμπληρώσει, «μετά φεύγω κι από εκεί». «Και μετά;», τον ρωτάμε. Κάνει να μιλήσει και σταματάει. Πιθανότατα δε γνωρίζει ούτε και ο ίδιος την απάντηση.
Ιστορίες σαν αυτές των δύο ανδρών επαναλαμβάνονται καθημερινά, σαν κακόγουστη φάρσα, στα συσσίτια των δήμων και των ιερών μητροπόλεων όπου συρρέουν ολοένα και περισσότεροι Ελληνες. «Οι αιτήσεις που δεχόμαστε φέτος είναι περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά. Παλιότερα αναζητούσαμε τα άτομα που είχαν ανάγκη, που στερούνταν ακόμη και το φαγητό και τώρα συμπληρώνουμε λίστες αναμονής προκειμένου να εξυπηρετηθούν όλοι. Μέσα σε τρεις μήνες η προσέλευση έχει αυξηθεί κατά 20%. Εξ αυτών οι επτά στους δέκα είναι Ελληνες», μας εξηγεί ο αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής, Αστέριος Δεληγιάννης. Αρχικά το συσσίτιο διένειμε καθημερινά 280 μερίδες φαγητού. Πριν από ένα μήνα ο αριθμός ανέβηκε στις 360 και σε λίγο καιρό σκοπεύουν να τις αυξήσουν και πάλι.
Θύματα της ανεργίας
Ανάμεσα στους «τακτικούς πελάτες» των συσσιτίων, τους μετανάστες, τους αλλοδαπούς και τους άπορους, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας οι οποίοι μέχρι πρόσφατα είχαν μία συνηθισμένη επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα ξεχωρίζουν.
«Νέοι σε ηλικία, συχνά με οικογένεια και σχεδόν πάντα θύματα της ανεργίας λόγω της οικονομικής κρίσης. Δυσκολεύονται να επιβιώσουν χωρίς δουλειά και αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος ζωής. Οι ιστορίες που ακούμε άλλοτε είναι ίδιες, άλλοτε διαφέρουν. Πλέον τίποτε δε μας κάνει εντύπωση», αναφέρει η κοινωνική λειτουργός του δήμου Βίκυ Θεοδωρακοπούλου.
Περίπου 200 μερίδες φαγητού μοιράζει καθημερινά το συσσίτιο στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του, το 1971, μέχρι σήμερα, υπεύθυνη για την οργάνωση, την ετοιμασία και τη διανομή του φαγητού είναι η Ευαγγελία Σταυρίδου. «Δε θυμάμαι άλλη χρονιά που να είχαμε τόσο μεγάλη προσέλευση κόσμου. Βοηθάμε με όποιον τρόπο μπορούμε, δίνουμε φαγητό, ενισχύουμε και οικονομικά ορισμένες οικογένειες», σημειώνει.Συνολικά, 150 άτομα επισκέπτονται καθημερινά την τράπεζα αγάπης της Ιεράς Μητρόπολης Ξάνθης και, σύμφωνα με την υπεύθυνη, Δέσποινα Νοταρίδου, «αν είχαμε τη δυνατότητα, θα σιτίζαμε άλλους τόσους. Από τις αρχές του έτους η προσέλευση έχει αυξηθεί κατά 30%-50% και λόγω της οικονομικής κρίσης έχουμε και πολλούς Ελληνες», παραδέχεται.