Τρία ολόκληρα τμήματα της ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, μαζί με αξιωματικούς που υπηρετούσαν σε νευραλγικές θέσεις ακόμη και στα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας, εμπλέκονται στο “δίκτυο” συνεργασίας με ιδιοκτήτες και υπεύθυνους καταστημάτων με “φρουτάκια”, τους οποίους κατηγορούνται ότι ειδοποιούσαν για να αποφύγουν ελέγχους, συλλήψεις και πρόστιμα. Χθες ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος 21 αστυνομικών, μεταξύ των οποίων πέντε αξιωματικοί, και δέκα ιδιωτών.
Του Κώστα Καντούρη
Η εισαγγελέας Άννα Καραμόσχογλου, η οποία παρέλαβε τη σχετική δικογραφία από τις “εσωτερικές υποθέσεις” της ΕΛΑΣ, άσκησε διώξεις κατά παντός υπευθύνου για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος, παράβασης καθήκοντος, ηθικής αυτουργίας στα αδικήματα αυτά και επιπλέον για ενεργητική και παθητική δωροδοκία, παραπέμποντας τη δικογραφία σε τακτικό ανακριτή. Κατηγορούμενοι είναι αστυνομικοί που υπηρετούσαν σε τρία αστυνομικά τμήματα της ανατολικής Θεσσαλονίκης και οι οποίοι αναλάμβαναν να είναι σε διαρκή επαφή με ιδιοκτήτες και υπεύθυνους καταστημάτων, αλλά και οι εκπρόσωποι των καταστημάτων, οι οποίοι απέφευγαν τους ελέγχους απενεργοποιώντας τα παράνομα παιχνίδια από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Η υπόθεση του ρόλου που είχαν αξιωματικοί της αστυνομίας και απλοί αστυφύλακες αποκαλύφθηκε ύστερα από ανώνυμη καταγγελία, που εκτιμάται ότι προήλθε από ιδιοκτήτη καταστήματος με “φρουτάκια”. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ιδιοκτήτης ήταν αγανακτισμένος επειδή στο κατάστημά του γίνονταν συνεχώς έλεγχοι από την αστυνομία και ο ίδιος διαρκώς κατέληγε στο αυτόφωρο, σε αντίθεση με άλλους “συναδέλφους” του στην ίδια περιοχή, οι οποίοι όπως υποστήριξε ήταν στο απυρόβλητο. Μάλιστα η καταγγελία του χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές για να ξεκινήσουν την έρευνα οι “αδιάφθοροι” της ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, από το 2007 έως και το τέλος του 2009 έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ελέγχων που δεν έγιναν ποτέ, ή ελέγχων που έγιναν αλλά δεν βρέθηκε τίποτε σε συγκεκριμένα καταστήματα με “φρουτάκια” που λειτουργούν στην ανατολική Θεσσαλονίκη. Αυτό που διακρίνεται στις εκατοντάδες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας των “αδιάφθορων”, είναι ότι οι αστυνομικοί μιλούσαν με τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων χρησιμοποιώντας “κωδικοποιημένες” φράσεις, γνωρίζοντας τον κίνδυνο παρακολούθησης των τηλεφώνων τους. Επίσης προκύπτει ότι για κάθε έλεγχο σε καταστήματα έχει καταγραφεί ότι πάντα προηγείται ένα τηλεφώνημα μεταξύ αξιωματικών της ΕΛΑΣ και ιδιοκτητών, επιβεβαιώνοντας την ειδοποίηση για τον επικείμενο έλεγχο.