Δυναμική παρέμβαση
Γιώργος Κύρτσος
Ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Σαμαράς έκανε με τις δημόσιες εμφανίσεις του στη ΔΕΘ μία εξαιρετικά δυναμική παρέμβαση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Ενώ πήγε στη Θεσσαλονίκη σηκώνοντας το πολιτικό βάρος της πολυσυζητημένης σιωπής του κ. Καραμανλή, μπόρεσε να περάσει το μήνυμα μιας νέας πολιτικής εποχής για τη ΝΔ. Όπως χαρακτηριστικά είπε, ο τέως πρωθυπουργός θα δώσει, όποτε το κρίνει σκόπιμο, τις αναγκαίες εξηγήσεις για το παρελθόν, ενώ ο ίδιος θα προετοιμάσει το πολιτικό μέλλον της ΝΔ. Προς το παρόν ο κ. Σαμαράς σέβεται τις λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες της ΝΔ, δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι δοκιμάζει τις δυνάμεις του για το αναγκαίο νέο ξεκίνημα.
Διαφορετικός ηγέτης
Εάν κρίνουμε από τις παρεμβάσεις του στο πλαίσιο της ΔΕΘ, ο κ. Σαμαράς είναι ένας ηγέτης με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον κ. Καραμανλή ή τον κ. Παπανδρέου. Πρώτον, έχει άριστη γνώση των οικονομικών θεμάτων και τα έχει μελετήσει στην τελευταία τους λεπτομέρεια. Ο κ. Καραμανλής καλυπτόταν πίσω από γενικές διατυπώσεις, ενώ ο κ. Παπανδρέου προτίμησε να αφήσει τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης στον υπουργό Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έχει και την ευθύνη για τη συνεννόηση με τους εκπροσώπους της τρόικας.
Δεύτερον, ο κ. Σαμαράς έχει τη δυνατότητα εκλαΐκευσης θεμάτων που αντιμετωπίζονται σαν τεχνικά και δύσκολα από τους άλλους ηγέτες, και γι’ αυτό μπορεί να απευθυνθεί καλύτερα στο μυαλό και στην καρδιά των πολιτών. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημοσκοπήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες για τη ΝΔ και τον πρόεδρό της, ο κ. Σαμαράς μπόρεσε να απευθυνθεί στην κοινή γνώμη με ζεστό και άμεσο τρόπο.
Τρίτον και σημαντικότερο, ο κ. Σαμαράς έχει λογική ρήξης με το κατεστημένο, ενώ τόσο ο κ. Παπανδρέου όσο και ο κ. Καραμανλής είναι οι βασικοί διαχειριστές ενός ολόκληρου πολιτικού, οικονομικού συστήματος. Ο πρόεδρος της ΝΔ παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη μια ιδιαίτερα φιλόδοξη στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης. Δεν υπάρχουν, βέβαια, εγγυήσεις για την επιτυχία της προσπάθειάς του, αλλά η κακή πορεία των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων αρχίζει να του εξασφαλίζει ένα διευρυμένο ακροατήριο.
City Press – 20/09/2010
Ένας πολύ καλός Αντώνης Σαμαράς
Του Μ. Δημητρίου
Ήταν εξαιρετικά επιτυχές, πολιτικά και επικοινωνιακά (με αποκορύφωμα το ακαταμάχητο τρέιλερ των περσινών δηλώσεων του Γ. Παπανδρέου χθες μεσημέρι στην τρίωρη συνέντευξη Τύπου) το διήμερο του Αντώνη Σαμαρά στη Θεσσαλονίκη.
Καλύτερη από πλευράς περιεχομένου, δηλαδή συγκεκριμένων προτάσεων και διεξόδου, η ομιλία του το βράδυ του Σαββάτου για την οικονομία (με το «Αντί-Μνημόνιο Υπέρβασης» που παρουσίασε αναλυτικά) από εκείνη του πρωθυπουργού πριν από μια εβδομάδα. Αποτελεσματικότερη, πιο πειστική η παρουσία του στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Δεν έκανε ούτε μια γκέλα, ακόμα και στα θέματα μαλακού υπογαστρίου της Ν.Δ. Από τη διακυβέρνηση Καραμανλή, την περσινή κρίση μέσα στη διεθνή κρίση έως το Βατοπέδιο, την Ντόρα Μπακογιάννη, τον Β. Κικίλια και τις προσδοκίες από τις εκλογές στις 7 και 14 Νοεμβρίου.
o Χωρίς λιβανίσματα και αυταπάτες, ήταν ο καλύτερος Αντώνης Σαμαράς από τον Νοέμβριο της αρχηγίας του. Γιατί; Επειδή έδειξε να γνωρίζει πολύ καλά όλα τα θέματα (υποχρέωσή του, οπωσδήποτε), αλλά αυτή τη γνώση προέκυψε όχι θεωρητικά και «προγραμματικά», όσο από άμεση εμπειρία, δουλειά και επιτόπιες επαφές. Αυτή η αμεσότητα, μαζί με τα καλά ελληνικά της παιδείας του αλλά και της καθαρότητας στις στοχεύσεις του, ενισχύθηκε από μεγάλες δόσεις ειλικρίνειας και ευθύτητας. Μακάρι να συνεχίσει έτσι. Παραταξιακός στην αντίληψη, κεντροδεξιός στην πεποίθηση, χρωμάτισε με έντονα ιδεολογικά στοιχεία ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού τις επτά (και περισσότερες) προτάσεις του διεξόδου από τη σημερινή κρίση και το βάλτωμά της. Πως ακριβώς;
Γενικότερα ο Αντώνης Σαμαράς, παρότι σφυροκόπησε το Μνημόνιο ως δήθεν «Κοράνιο σωτηρίας» (ενώ είναι ακριβώς το αντίθετο, όπως πιστεύουν πολλοί πλέον Έλληνες, πέραν της Ν.Δ.), παρουσίασε με αξιοπιστία τόσο τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ από πέρυσι στο θέμα του χειρισμού της κρίσης όσο και την υπέρβαση των δεσμών του Μνημονίου με συγκεκριμένα μέτρα, λύσεις και πρωτοβουλίες. Στα θέματα αυτά η Ν.Δ. και η Ρηγίλλης μπορούν να οικοδομήσουν έναν Χάρτη Πρωτοβουλιών, μια ατζέντα του «άλλου δρόμου» διεξόδου. Σοβαρά και μελετημένα τα περισσότερα μέτρα και των δύο ημερών, είναι μια καλή αφετηρία συσπείρωσης, ευρύτερης απήχησης, μιας νέας εθνικής πρότασης.
Πολύ περισσότερο όταν συνδέονται στενά με δύο άλλες κατακτήσεις. Ο Αντώνης Σαμαράς όχι μόνο δεν αισθάνθηκε δυσάρεστα να απαντήσεις –«απολογηθεί» στα θέματα κληρονομιάς από τον Κώστα Καραμανλή (ιδιαίτερα στον οικονομικό και θεσμικό τομέα) αλλά υπερασπίστηκε σαφώς το έργο προηγούμενων υπουργών όπως η Φάνη Πάλλη- Πετραλιά, ο Γιάννης Παπαθανασίου, ο Κώστας Χατζηδάκης ή εμμέσως τον Προκόπη Παυλόπουλο για τον «Καποδίστρια 2- Καλλικράτη» ή τον Γ. Αλογοσκούφη για τον πολύ καλό αναπτυξιακό νόμο του.
Το σπουδαιότερο όλων νομίζω είναι ότι ο Αντώνης Σαμαράς επένδυσε με ενδιαφέρουσα αμεσότητα τις θέσεις και προτάσεις του με ορισμένα «ψυχολογικά προτάγματα» του Λαού μας. Την ελπίδα, την πίστη στον εαυτό μας, στην εθνική αξιοπρέπεια, στη δύναμη του τόπου, στον εξοβελισμό του φόβου, της μιζέριας και της ξένης προστασίας. Ανθρωποκεντρικές, βαθιές πολιτικές προσεγγίσεις και ανατάσεις.
Αδέσμευτος Τύπος – 20/09/2010
Μνημόνιο, ΔΝΤ και πολιτικοί...
Της Zέζας Zήκου
Ευτυχώς, ο Αντώνης Σαμαράς έχει δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, ξέρει από οικονομικά γι’ αυτό και καταψήφισε το Μνημόνιο. Και, δεύτερον, δεν πάσχει από το σύνδρομο Παπανδρέου, να είναι «αρεστός» στους ξένους και στις συνταγές τους. Δυστυχώς, όμως, και τα δύο αυτά πλεονεκτήματα «λοιδορούνται...».
«Απρεπείς» ήταν οι επιθέσεις του ΔΝΤ κατά της αντιπολίτευσης. Με έμμεσο πλην σαφή τρόπο, στην ενδιάμεση έκθεση του ΔΝΤ επισημαίνεται, συγκεκριμένα, ότι «προκαλεί απογοήτευση το γεγονός πως σε αυτή την καθοριστική στιγμή για την Ελλάδα, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν τύχει μεγαλύτερης υποστήριξης από άλλα πολιτικά κόμματα». Καθώς η αντίθεση των κομμάτων της Αριστεράς χαρακτηρίζεται αναμενόμενη, είναι σαφές ότι η επισήμανση αφορά συγκεκριμένα τη Ν.Δ. Προφανώς, οι συμφωνίες είναι συνήθως αμφοτεροβαρείς. Κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις. Παίρνεις, ας πούμε, ρευστό, που αδυνατείς να αντλήσεις από τις αγορές. Και δίνεις το πηδάλιο της οικονομικής πολιτικής σ’ έναν υπερεθνικό παράγοντα που παραδοσιακά δοκιμάζει τα όρια των κοινωνιών, αντιμετωπίζοντας τα υποκείμενά τους ως «μονάδες κόστους». Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν μόλυναν οι χρεοκοπημένες τράπεζες τα δημόσια οικονομικά. Δεν αναγκάστηκε για χάρη τους να αυξήσει το Δημόσιο τα ελλείμματά του. Η κρίση στην Ελλάδα είναι απότοκη της διαχρονικής ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού, της ατροφίας των θεσμών και της ανικανότητας των προσώπων που τους ενσαρκώνουν. Η χώρα χρεοκοπεί επειδή οι κυβερνήσεις των τελευταίων 30 ετών δανείζονταν για να συντηρούν μαύρες τρύπες: ζημιογόνες ΔΕΚΟ, υδροκέφαλο ασφαλιστικό σύστημα, σπάταλα νοσοκομεία, διεφθαρμένες πολεοδομίες. Όμως, η επιβολή καθεστώτος κηδεμονίας από την Ευρώπη και το ΔΝΤ εκτυλίσσεται ως αναγκαστική, βίαιη προσγείωση στην κοινωνία και την οποία μας ζητούν να την αποδεχθούμε. Όντως, ο τρόπος που γίνονται εδώ οι δουλειές –τα ήθη που υπηρέτησαν οι πολιτικοί– έχει ξοφλήσει. Και οι επιτηρητές μας επιβάλλουν τη δικτατορία του αυτονόητου. Ο πρωθυπουργός Γιώργου Παπανδρέου έχει συνθηκολογήσει και το ΔΝΤ μάς πιέζει να «συνθηκολογήσουμε» και εμείς για καλό σκοπό... Βεβαίως, το χρέος της χώρας μας είναι δυσβάσταχτο, γι’ αυτό είναι λογικό να κληθούν οι ξένοι πιστωτές να επωμισθούν ένα τμήμα του βάρους, αποδεχόμενοι μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Αυτή μπορεί να πάρει δύο μορφές: είτε αναδιάρθρωσης του χρέους, δηλαδή καθυστέρησης των εξοφλητικών δόσεων –εντόκως– σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, είτε μείωσης του χρέους (το λεγόμενο haircut) σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα φερεγγυότητας. Η μείωση του χρέους είναι ακραίο, αλλά θεμιτό μέτρο σε περιπτώσεις που η χώρα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες περικοπής δαπανών και είσπραξης των φορολογικών εσόδων, όπως συνέβη στην κρίση των χρεών της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80, όπου οι πιστωτές τελικά εισέπραξαν 40 με 60 σεντς στο δολάριο. Αυτό πιστεύουν (σχεδόν) οι πάντες. Επειδή η Ελλάδα όχι απλώς δεν έχει εξαντλήσει την προσπάθεια μείωσης των κρατικών δαπανών σε μόνιμη βάση, αλλά δεν την έχει καν αρχίσει. Γι’ αυτό και όλες οι συζητήσεις για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους έχουν βάση. Το ΔΝΤ έχει αρχίσει να φοβάται. Προσφέροντας δανειακά κεφάλαια, πίστευε ότι προσδίδει αξιοπιστία στο Μνημόνιο. Όμως, οι όροι που συνοδεύουν τα δάνεια του ΔΝΤ κλονίζουν τις κοινωνίες. Οι πολιτικοί των χωρών που προσφεύγουν στο Ταμείο τα γνωρίζουν αυτά, αλλά τους βολεύει να κρατούν απόσταση από επώδυνα μέτρα, επιρρίπτοντας ευθύνη στο ΔΝΤ. Αλλά, οι νόμοι της οικονομίας, όπως και οι νόμοι της φυσικής, ισχύουν παντού. Βασικός κανόνας είναι ότι κάθε χώρα έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Μόλις, προχθές, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας διέψευσε με τρόπο κατηγορηματικό τις φήμες που κυκλοφόρησαν στις διεθνείς αγορές, ότι μπορεί να χρειαστεί η χώρα την οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ, ώστε να ξεπεραστεί οριστικά η κρίση με τον τραπεζικό τομέα. «Εντελώς αβάσιμες είναι οι φήμες για την εξωτερική οικονομική βοήθεια», τόνισε στις δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομικών, Μπράιαν Λένιχαν. Καλά αυτοί γιατί δεν θέλουν να σωθούνε; Όντως, καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί να σωρεύει χρέη, και όλες μαζί πρέπει να εξασφαλίσουν μια απατηλή και δυσνόητη ισορροπία, καθησυχάζοντας τις αγορές και συντηρώντας την ανάπτυξη. Όμως, κάθε φορά που μια κρίση χρέους απειλούσε την οικονομία, οι κεντρικές τράπεζες μείωναν τα επιτόκια. Η προοπτική αυτών των σωστικών παρεμβάσεων μείωνε τους κινδύνους που απέρρεαν από τον νέο δανεισμό. Οπότε, πλέον οι ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν δύο είδη προβλημάτων. Το πιο πιεστικό έχει να κάνει με το πώς θα αποπληρώσουν τα χρέη τους, που μετατοπίσθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο, εφόσον οι κυβερνήσεις ορθώς έσπευσαν να στηρίξουν τις τράπεζες και να διασώσουν τις οικονομίες από βαθιά ύφεση.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19/09/2010