Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Όταν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες δημιουργούσαν τις «πόλεις της σιωπής» γύρω από τον Πειραιά.


                                 Προσφυγικά στην Κοκκινιά

Στο βιβλίο του Οι δικοί μας ξένοι,* ο συγγραφέας Θωμάς Σίδερης καταγράφει με τη βοήθεια ειδικών την κατάσταση των προσφύγων στις γειτονιές του Πειραιά όπου υποχρεώθηκαν να ζήσουν αλλά και τα κίνητρα του πολιτικού συστήματος της παλαιάς Ελλάδας για την περιθωριοποίησή τους. Αναδημοσιεύουμε το κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Πόλεις της Σιωπής».

Οι πρόσφυγες τοποθετούνται σε απόσταση ασφαλείας από τα οικιστικά κέντρα των πόλεων, και ειδικά για τον Πειραιά σε περιοχές άγονες, αφιλόξενες, ελώδεις.

Και μπορεί από τη μια να μην υπάρχει κανένα κρατικό σχέδιο υποδοχής και αποκατάστασης, υπάρχει όμως από την άλλη ένα οργανωμένο σχέδιο αξιοποίησης των προσφύγων ως φτηνή εργατική δύναμη. Είτε τους τοποθετούν κοντά σε εργοστάσια, είτε φροντίζουν να δημιουργήσουν βιομηχανικές εγκαταστάσεις πλησίον των προσφυγικών συνοικισμών.
Ο ερχομός των προσφύγων αλλάζει εντελώς τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του Πειραιά. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες αποτελούν το 40% του πληθυσμού της Αθήνας. Στην περιφέρεια του Πειραιά οι αριθμοί είναι ακόμα πιο εύγλωττοι.
Πριν από το ’22 ζουν στις περιοχές της περιφέρειας μόλις 1.750 άνθρωποι. Το 1928 ζουν στην περιοχή του Κερατσινίου περίπου 11.000 άνθρωποι, στη Δραπετσώνα 17.000, στον Κορυδαλλό 2.500, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη 3.000 και στη Νίκαια διαβιούν πάνω από 33.000 κάτοικοι.

Καραβάνια προσφύγων καταφθάνουν στην πλατεία Καραϊσκάκη του Πειραιά
«Μιλάμε δηλαδή για τις “πόλεις της σιωπής” όπως τις αποκαλούσε ο Γκράμσι, πόλεις-δορυφόροι που δημιουργήθηκαν μέσα και γύρω από μια κεντρική πόλη, τον Πειραιά» επισημαίνει ο κοινωνικός ερευνητής Γιώργος Μακρίδης. Γιατί όμως πόλεις της σιωπής; «Γιατί υπήρχε μια ένοχη σιωπή από όλους σε σχέση με τον προσφυγικό πληθυσμό. Αυτή η ένοχη σιωπή λειτούργησε υποδόρια για χρόνια κάτω από το μένος των προσφύγων αλλά και της δυσφορίας του λαϊκού εργατικού πληθυσμού που προϋπήρχε σ’ αυτές τις περιοχές».
Η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στον λεγόμενο σταθμό Λαρίσης, στην αποβάθρα του λιμανιού στον Άγιο Διονύση, αποτελούσε το σύνορο δύο κόσμων: από τη μια ο αστικός πληθυσμός του κέντρου του Πειραιά και από την άλλη ο προσφυγικός πληθυσμός των ελών και των εργοστασίων. Το σύνορο αυτό δεν χαράκτηκε διόλου τυχαία.

Πειραιάς – Πρόσφυγες στα σκαλιά του Αγ. Νικολάου
Οι πρόσφυγες έπρεπε πάση θυσία να μείνουν μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, και ταυτόχρονα να διατηρήσουν μια σχετική αυτονομία, ώστε να απορροφώνται οι σχετικοί κοινωνικοί κραδασμοί και οι αναμενόμενες εντάσεις. Αυτή η σχετική αυτονομία δεν έχει να κάνει τόσο με τη χωρητικότητα, τον τόπο δηλαδή εγκατάστασης των προσφύγων και την πληθυσμιακή πύκνωση των περιοχών, όσο με τις ίδιες τις αντιλήψεις των οποίων είναι φορείς.
Γιατί μπορεί οι πρόσφυγες να άφηναν πίσω τους ανθρώπους τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους, «κουβαλούσαν» όμως στις νέες πατρίδες αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Κι ετούτες δεν μπορούσε να τους τις στερήσει κανείς.
Το 1934 δημιουργούνται οι δήμοι της λεγόμενης Β΄ εκλογικής περιφέρειας του Πειραιά προκειμένου να μην επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα του κέντρου. Η Δραπετσώνα που αποτελεί –χωροταξικά– φυσική συνέχεια του Πειραιά, αποκλείεται μια και δια παντός από το κέντρο.
«Οι περισσότεροι ήταν βενιζελικοί. Θεωρούσαν τον βασιλιά ως την πηγή όλων των συμφορών τους. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να τους βάλει στην άκρη» επεξηγεί ο Γιώργος Μακρίδης. «Πέρα από τις πολιτικές αντιλήψεις τους και τη γενικότερη πολιτική κουλτούρα τους, είχαν και μια εντελώς διαφορετική κοινωνική κουλτούρα. Η γυναίκα, για παράδειγμα, είχε ενεργό θέση στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, και αυτό ενοχλούσε. Ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα στερεότυπα της παλαιάς Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Αμερικανό μελετητή Τζέρι Μέιντερ, σκόπιμα αυτοί οι πληθυσμοί έμειναν στο περιθώριο».

Αρμένιοι πρόσφυγες στην Κοκκινιά
Το τραύμα του ξεριζωμού θα τους ακολουθεί για πάντα· θα επηρεάσει αργότερα τόσο τη διαμόρφωση της προσφυγικής μνήμης όσο και τη συγκρότηση της ιδιαίτερης προσφυγικής ταυτότητας. Όταν περιγράφουν την τραυματική εμπειρία τους αποστασιοποιούνται, είναι σαν να περιγράφουν την εμπειρία κάποιου άλλου. Η διαμεσολάβηση και η χρονική απόσταση από τα γεγονότα θα κάνει να μοιάζει το τραύμα αυτό σαν μια ανοιχτή πληγή πέρα και έξω από τους πρόσφυγες· η ανάμνηση του βιωμένου πόνου θα φτάνει ως αυτούς από μια άλλη διάσταση, από έναν άλλο χωροχρόνο.
«Η αλήθεια είναι υπήρχε ένας αιφνιδιασμός στην αρχή. Επειδή όμως είχαν την ελπίδα της επιστροφής, δεν φτάσανε στο στάδιο του πανικού και της σύγκρουσης με μεγάλη ευκολία. Έκαναν υπομονή. Αυτό είναι το στοιχείο το οποίο τους κράτησε δυνατούς ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν» αναφέρει ο ερευνητής Γιώργος Μακρίδης.

Μέλη του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών «Ο Πόντος»
«Μέσω της αίσθησης του “συνανήκειν” δημιουργείται μια φαντασιακή κοινότητα των προσφύγων, οι οποίοι κινούνται σ’ έναν δικό τους χώρο συγκεκριμένο, με τους δικούς τους συλλόγους, τον δικό τους Τύπο, τις δικές τους εκδόσεις, τις δικές τους εκδηλώσεις» επισημαίνει ο ιστορικός Δημήτρης Καμούζης. «Η ιδεολογία του προσφυγισμού και το πώς μέσα από αυτήν την ιδεολογία βλέπουν τον ντόπιο πληθυσμό, βοηθάει τους πρόσφυγες στη συγκρότηση της δικής τους ταυτότητας. Έτσι λοιπόν η προσφυγική ταυτότητα γίνεται μια ιδιαίτερη ταυτότητα, ένας σημαντικός παράγοντας ενσωμάτωσης που φέρνει κοινωνική ισορροπία.
»Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα ήταν πολιτικά διχασμένη ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς, είχε υποστεί μια ταπεινωτική στρατιωτική ήττα και επιπλέον ήταν οικονομικά εξασθενημένη».
«Οι πρόσφυγες χαρακτηρίζονται για την πολυπολιτισμικότητά τους» λέει ο Γιώργος Μακρίδης. «Πρόκειται για ένα δυναμικό στοιχείο που το κρατούν, το μεταφέρουν στην Ελλάδα και στον γηγενή πληθυσμό και βοηθούν στην εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού».
Μόνο όταν οι πρόσφυγες συνειδητοποιήσουν ότι το «εκεί» δεν υπάρχει, και αυτό που τους έχει απομείνει πια είναι το «εδώ», θα δείξουν τον πραγματικό εαυτό τους: Θα οργανώσουν γρήγορα τις κοινότητές τους και θα εκδηλώσουν με κάθε τρόπο και κάθε μέσο τη δημιουργικότητά τους. Υπό αυτό το πρίσμα όχι μόνο δεν υποκύπτουν στις πιέσεις, στα ρατσιστικά φαινόμενα και στα αρνητικά στερεότυπα που δέχονται, αλλά λειτουργούν σαν πηγές ενέργειας με συνεχή ανατροφοδότηση. Κοινωνούν τον τρόπο σκέψης τους στους προλετάριους και στα λαϊκά στρώματα της περιφέρειας του Πειραιά, έτσι ώστε πολύ σύντομα όλος ο πληθυσμός πια αποκτά μια ξεχωριστή δυναμική. Η εξωστρέφεια των προσφύγων, οι επικοινωνιακές σχέσεις τους, η αλληλεγγύη που δείχνουν, τα κοινωνικά δίκτυα που οικοδομούν, οι κοινές αυλές και η κοινότητα των συναισθημάτων τους είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη βάση πάνω στην οποία εδράζεται και αναπτύσσεται η δημιουργικότητα αυτή.

Πρόσφυγες στη Δραπετσώνα
Με τη Συνθήκη της Άγκυρας εξανεμίζονται και οι τελευταίες ελπίδες των προσφύγων για την επιστροφή τους στα πατρογονικά εδάφη. Από το 1930 και μετά συνειδητοποιούν ότι η άγκυρα που έριξαν στην Ελλάδα βρίσκεται σε βαθιά νερά. Η φιγούρα του Ελευθερίου Βενιζέλου υποχωρεί στη σκιά και παύει να είναι «ο πολιτικός της καρδιάς τους».
  • *Θωμάς Σίδερης, Οι δικοί μας ξένοι - Bїzїm yabancilar (δίγλωσση έκδοση· απόδοση στα τουρκικά: Ιώ Τσοκώνα), εκδ. CMYK, 
Πηγή: pontos-news.gr