Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Η ανάγκη φορολογικής μεταρρύθμισης

Η υπερ-φορολόγηση των ακινήτων, βασιζόμενη σε ανύπαρκτες αντικειμενικές τιμές, είναι άδικη και παράνομη, ήδη δε αποδεικνύεται και αναποτελεσματική. Πρώτο βήμα μίας επείγουσας θεραπείας, ο καθορισμός πραγματικών αντικειμενικών τιμών.
Με την έλλειψη δυνατότητας δανεισμού από τις αρχές του 2010, κατεβλήθη προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης κυρίως διά της αυξήσεως των φορολογικών εσόδων και λιγότερο μέσω μειώσεως των δημοσίων δαπανών

Του Κώστα Χριστίδη
Ένα γεγονός που πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη όταν μιλάμε για φορολογικά θέματα είναι ότι (όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει στην στήλη αυτή) οι δημόσιες δαπάνες είναι το κρίσιμο μέγεθος που καθορίζει την επιβάρυνση των πολιτών και όχι οι φόροι. Οι δημόσιες δαπάνες είναι το ποσόν που πρέπει να χρηματοδοτηθεί και αυτό, κάθε φορά, γίνεται με έναν συνδυασμό φόρων και δανεισμού. Ένα σχετικά μικρό μέρος μπορεί να χρηματοδοτηθεί και διά των ιδιωτικοποιήσεων που, ούτως ή άλλως, έχουν έναν ‘’εφάπαξ’’ χαρακτήρα.


Με την έλλειψη δυνατότητας περαιτέρω δανεισμού από τις αρχές του 2010, κατεβλήθη προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης κυρίως διά της αυξήσεως των φορολογικών εσόδων και λιγότερο μέσω μειώσεως των δημοσίων δαπανών. Το ‘’όπλο’’ των ιδιωτικοποιήσεων, που οι περιστάσεις επέβαλλαν να είναι σαρωτικές, στην ουσία μέχρι σήμερα παρέμεινε ανενεργό. Οι δημόσιες δαπάνες σε απόλυτους αριθμούς μειώνονται με βραδείς ρυθμούς (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αυξάνονται, λόγω της ύφεσης), κυρίως μέσω συνταξιοδοτήσεως δημοσίων υπαλλήλων που δεν αντικαθίστανται, ενώ η προσπάθεια μειώσεως των δομών του κράτους ή καταργήσεως περιττών φορέων και υπηρεσιών προσκρούει στις αντιδράσεις των ‘’αρμοδίων’’ υπουργών και των αρειμανίων συνδικαλιστών. 


Κατ’ αυτούς, δεν έχουμε αρκετούς εφοριακούς, εκπαιδευτικούς, νοσηλευτές, δικαστές, φύλακες, καθαρίστριες, πυροσβέστες, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και άλλους πολλούς – που αν τους προσλαμβάναμε, τα μεν προβλήματα θα έμεναν άλυτα ενώ ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός θα μας οδηγούσε σε οριστική αυτή τη φορά χρεοκοπία.


Εν πάση περιπτώσει, με τα όποια λάθη, παλινδρομήσεις ή αδικίες, επετεύχθη ήδη από το 2013 ένα πρωτογενές πλεόνασμα, πράγμα που αναμφίβολα συνιστά σημαντικό επίτευγμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον το πλεόνασμα αυτό είναι διατηρήσιμο, εάν πρέπει να αλλάξει το μείγμα δημοσιονομικής και, γενικότερα, οικονομικής πολιτικής, πότε και προς ποιά κατεύθυνση;


Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στις εφορίες στα τέλη Ιουλίου 2014 ανήλθαν σε 68 δις ευρώ, οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2014 ανήλθαν σε 7 δις ευρώ, οι οφειλέτες του δημοσίου αυξήθηκαν κατά 171.000 μόνο κατά τον μήνα Ιούλιο, εντός του οποίου έληγε η πρώτη δόση φόρου εισοδήματος, ανερχόμενοι συνολικά σε 2.400.000 φορολογούμενους. Μέχρι τέλους του έτους προβλέπεται να καταβληθούν οι υπόλοιπες δόσεις φόρου εισοδήματος, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, το τέλος επιτηδεύματος, ο φόρος πολυτελείας, ο ΕΝΦΙΑ και τα τέλη κυκλοφορίας. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η κατάσταση δεν είναι διατηρήσιμη και ότι η φορολογική πολιτική πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων.


Προς ποιά κατεύθυνση; Ας εξετάσουμε ειδικότερα την περίπτωση του ΕΝΦΙΑ, από τον οποίο το δημόσιο αναμένεται να εισπράξει περί τα 2,8 δις ευρώ ετησίως. Η εξαγγελία του φόρου αυτού σε συνδυασμό με τον συμπληρωματικό φόρο (ΦΑΠ) στα ακίνητα αξίας άνω των 300.000 ευρώ και τον φόρο υπεραξίας νέκρωσαν την αγορά ακινήτων για έναν ακόμη χρόνο. Πέραν της άμεσης απώλειας φορολογικών εσόδων, οι τιμές οδηγήθηκαν σε περαιτέρω πτώση, η αξία της γης (ιδιωτικής και δημόσιας) μειώθηκε, ο τραπεζικός δανεισμός με ασφάλεια επί ακινήτων μειώθηκε όπως και η ρευστότητα των επιχειρήσεων, πολλά επαγγέλματα και βιομηχανίες που συναρτώνται με την οικοδομή επλήγησαν περαιτέρω. 


Η υπερ-φορολόγηση των ακινήτων, βασιζόμενη σε ανύπαρκτες αντικειμενικές τιμές, είναι άδικη και παράνομη, ήδη δε αποδεικνύεται και αναποτελεσματική. Πρώτο βήμα μίας επείγουσας θεραπείας, ο καθορισμός πραγματικών αντικειμενικών τιμών.


Η ίδια επιχειρηματολογία ισχύει και για πλήθος άλλων υπέρμετρων φόρων όπως είναι αυτοί επί των αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού, του πετρελαίου θέρμανσης, επί της εργασίας (κομψότερα αποκαλουμένων ‘’ασφαλιστικών εισφορών’’) κ.α. Όλοι αυτοί οι φόροι δημιουργούν υφεσιακές συνθήκες σε ολοένα διευρυνόμενα πεδία της οικονομίας (tax-induced recession, όπως εύστοχα αναφέρεται στο κύριο άρθρο της ‘’Εστίας’’ της 09.09.14). 


Γενικότερα, υπάρχουν δύο φορολογικοί συντελεστές που αν θεσμοθετούνταν , θα επέφεραν αυτονοήτως μηδενικά φορολογικά έσοδα: ο συντελεστής 0% και ο συντελεστής 100%. Ενδιάμεσα υπάρχει ένα εύρος συντελεστών, εντός του οποίου τα φορολογικά έσοδα μεγιστοποιούνται. Το εύρος αυτό υποδεικνύουν τα ισχύοντα σε άλλες χώρες, γειτονικές και μη, οι οποίες εν μέσω γενικότερων συνθηκών οικονομικής καχεξίας, προσελκύουν επενδύσεις και διατηρούν χαμηλά ποσοστά ανεργίας.


Ο Πρωθυπουργός στην πρόσφατη ομιλία του στην ΔΕΘ προέβη σε μία ενδιαφέρουσα ανακοίνωση: ότι εξετάζεται η δημιουργία μίας ελεύθερης οικονομικής ζώνης με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη. Θα ήταν ευχής έργο να δημιουργηθεί το ταχύτερο η ζώνη αυτή, που άμεσα θα αποδείκνυε την σημασία των χαμηλών φορολογικών συντελεστών και άλλων ευνοϊκών για τις επενδύσεις ρυθμίσεων.


Η ανάγκη μίας βαθειάς φορολογικής μεταρρύθμισης είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν πρέπει να αφήσουμε το τέλειο να αποδειχθεί εχθρός του καλού. Ριζική απλοποίηση, μείωση συντελεστών, σταθερότητα είναι οι βασικοί άξονες που θα ελαφρύνουν τα δυσβάστακτα φορολογικά βάρη των πολιτών, θα μειώσουν τις στρεβλώσεις και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη, φέρνοντας ταυτοχρόνως διατηρήσιμα έσοδα στα δημόσια ταμεία. Έτσι θα αποστομωθούν και οι μαρξιστογενείς δημαγωγοί που ψαρεύοντας σε θολά νερά ομιλούν για ‘’μειώσεις φόρων για τους πολλούς και αυξήσεις για τους λίγους’’. Αλλά περί αυτών, την προσεχή εβδομάδα.