Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οι αλήθειες της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών

Σε ένα βαρυσήμαντο συλλογικό έργο 750 σελίδων, πενήντα κορυφαίοι Έλληνες οικονομολόγοι, καθηγητές τραπεζίτες και επιχειρηματίες ανατέμνουν πραγματικά την ελληνική οικονομία και θέτουν προβληματισμούς –που, ως φαίνεται, ουδόλως απασχολούν λαϊκιστές, δημαγωγούς και λοιπούς καιροσκόπους

H ογκώδης και εξαιρετικά διεξοδική εργασία-πρόταση που έχουμε στην διάθεσή μας δεν είναι για πολλούς

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν λέμε «λιτότητα» στην Ελλάδα (austerity, αγγλιστί), τί ακριβώς εννοούμε; Κατά κανόνα, οι λαϊκιστές εννοούν ότι ο κόσμος «κερδίζει» λιγότερα ή και καθόλου και άρα μειώνεται η κατανάλωσή του. Τί σημαίνει όμως «κερδίζω λιγότερα»; Σε σχέση με τί; Και αυτά που κέρδιζα, από πού προέρχονταν; Στο επίπεδο αυτό τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα σε επίπεδο ερμηνείας. 


Διότι τίθεται ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: Ένα κράτος στο οποίο ο σχηματισμός του ακαθάριστου εισοδήματός του ήταν, σε ποσοστό 90%, προϊόν της κατανάλωσης με δανεικά, μπορούσε να αποφύγει την χρεοκοπία; Μπορεί σήμερα να βγει από την παγίδα του χρέους χωρίς περιορισμό της κατανάλωσης, αλλά και παράλληλη άνοδο της παραγωγής του; Η απάντηση, με όποια ιδεολογικά γυαλιά κι αν την δει κανείς, είναι αρνητική. Έτσι, το νέο ερώτημα που προκύπτει είναι: Τί μπορεί να γίνει;


Μία έξοχη ανατομία
Σίγουρα, η ογκώδης και εξαιρετικά διεξοδική εργασία-πρόταση που έχουμε στην διάθεσή μας δεν είναι για πολλούς. Η αναδίφησής απαιτεί καλές οικονομικές γνώσεις, διαύγεια και στενή σχέση με την πραγματικότητα. Πρόκειται για μία εργασία συλλογική, που δεν απευθύνεται σε δημαγωγούς, καιροσκόπους και ειδικότερα γελωτοποιούς της πολιτικής. 


Πενήντα κορυφαίοι Έλληνες ακαδημαϊκοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες και πρώην πολιτικοί, σε 750 σελίδες, αποτυπώνουν με άρθρα και αναλύσεις τους την οικονομική πραγματικότητα της χώρας και καταγράφουν χρόνιες αδυναμίες, που μόνον ερωτήματα και προβληματισμούς προκαλούν. Διότι, στην ουσία, ο συλλογικός τόμος της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών (ΕΕΤ) με θέμα «Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη: Προτάσεις πολιτικής» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα νέο μνημόνιο για την ελληνική οικονομία, όχι αισθητά διάφορο από το αντίστοιχο που ήδη εφαρμόζει η χώρα –και που θα είναι παρόν για αρκετά χρόνια ακόμα. Μπορείτε εδώ να κατεβάσετε την έκδοση σε ηλεκτρονική μορφή


Με υπεύθυνους του έργου τους κ.κ. Μιχ. Μασουράκη, πρόεδρο του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ και τον καθηγητή κ. Χρίστο Γκόρτσο, γενικό γραμματέα της ΕΕΤ, το έργο διαιρείται σε δέκα επιμέρους τομείς, που ο καθένας συμβάλλει και στην διαμόρφωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητος. 


Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί μία κεντρική ιδέα της όλης εργασίας, που είναι αυτή του χαρακτήρος και της φύσεως της ελληνικής οικονομίας. Από την άποψη αυτή, με απλά για οικονομική εργασία λόγια, εξηγείται ότι, για να φθάσει η χώρα στο χείλος της άτακτης χρεοκοπίας και να διασωθεί την τελευταία στιγμή από τους εταίρους της, πρέπει να προϋπήρξαν συγκεκριμένα αίτια –αυτά ακριβώς που κάποιοι ανεύθυνοι και υστερόβουλοι λαϊκιστές προσποιούνται ότι αγνοούν. 


Στον συλλογικό αυτόν τόμο της ΕΕΤ αναγνωρίζεται ότι, σε μία χώρα με πολύ χαμηλό παραγωγικό επίπεδο, αντί η ανάπτυξη να στηρίζεται στην παραγωγή είχε ως όχημά της την κατανάλωση, με αποτέλεσμα να ενισχύονται στο εσωτερικό εμπορικές δραστηριότητες που εδράζονταν στις εισαγωγές. Είχαμε έτσι μία οικονομία με διευρυμένα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία τροφοδοτούσαν την εισαγωγική δραστηριότητα και υπονόμευαν τις εξαγωγές. Διογκώνονταν συνεπώς οι κλάδοι διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών (κυρίως υπηρεσίες) και συρρικνώνονταν οι τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, ήτοι οι εξαγωγές.


Σταδιακά λοιπόν υπήρχε μία μετατόπιση της παραγωγής από τα εμπορεύσιμα στα μη εμπορεύσιμα αγαθά, με αποτέλεσμα την άνοδο στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την σταδιακή υπερχρέωση της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι επί τριάντα και πλέον έτη, η οικονομία δανειζόταν από το εξωτερικό και σαφώς κατανάλωνε περισσότερα από το παραγόμενο εισόδημά της. 


Όπως επισημαίνει και ο κ. Μιχ. Μασουράκης, σε παρόμοιες περιπτώσεις παρατηρείται συνεχής συσσώρευση χρέους, έναντι του οποίου δεν υφίσταται παραγωγικό αντίκρυσμα. Έτσι, κάποια στιγμή σημαίνει η ώρα της αναστροφής για την διαδικασία αυτή, με την οικονομία μιας χώρας να πρέπει να δημιουργεί πλεονάσματα –που είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση του χρέους.


Γίνεται έτσι απαραίτητη η αναπροσαρμογή της οικονομίας, η οποία, με την σειρά της, απαιτεί την ουσιαστική κάμψη της ζητήσεως, δηλαδή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που με την σειρά της θα προκαλέσει μετατόπιση της παραγωγής από τα μη εμπορεύσιμα στα εμπορεύσιμα αγαθά. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να αυξηθούν οι τιμές των εμπορεύσιμων σε σχέση με τα μη εμπορεύσιμα, δηλαδή μία πραγματική υποτίμηση της ισοτιμίας ή, διαφορετικά, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. 


Με την Ελλάδα όμως στο ευρώ, η αύξηση της τιμής των εμπορευσίμων μέσω μιας υποτίμησης της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος δεν είναι δυνατή. Συνεπώς, η πραγματική υποτίμηση της ισοτιμίας πρέπει να γίνει κυρίως μέσω μείωσης των τιμών στα μη εμπορεύσιμα. Αυτό είναι που αποκαλείται εσωτερική υποτίμηση.


Δυστυχώς, όμως, σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, με αδύναμο παραγωγικό ιστό, έντονες γραφειοκρατικές ακαμψίες, γενικευμένο αντιεπιχειρηματικό πνεύμα και ένα κακίστης ποιότητος πολιτικό πελατειακό σύστημα, η όποια προσαρμογή είναι εξαιρετικά δυσχερής –αν όχι αδύνατη– υπό συνθήκες παγκοσμιοποιήσεως.


Στο έργο που παρουσιάζουμε, ο κ. Δημ. Μαρούλης, διευθυντής οικονομικών μελετών και σύμβουλος διοικήσεως στην Alpha Bank, αποδίδει το χρόνιο και βαθύτατα διαρθρωτικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητος της χώρας στις συνεχείς εισοδηματικές μεταβιβάσεις που στηρίζονταν σε εξωτερικό δανεισμό και που, ως εκ τούτου, είχαν δημιουργήσει ένα αντιπαραγωγικό δίκτυ «ευημερίας».


Έτσι, το καυτό ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να δοθεί απάντηση είναι αυτό των δυνατοτήτων αυξήσεως της παραγωγικότητος μιας οικονομίας μόνον με οριζόντια μέτρα λιτότητος και χωρίς σε βάθος διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί το 1981, όταν η Ελλάδα γινόταν το δέκατο μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και δεχόταν επί μία δεκαετία περισσότερα από 115 δισεκατ. ευρώ διαρθρωτικές ενισχύσεις –οι οποίες, με τεράστια ευθύνη των εταίρων μας, αφέθηκαν να γίνουν μέσον εύκολου πλουτισμού για επιτήδειους.


Σήμερα, λοιπόν, η χώρα και οι κάτοικοί της πληρώνουν έναν «τσουχτερό» λογαριασμό, χωρίς να είναι βέβαιον ότι θα μπορέσει κάποτε να σταθεί στα πόδια της αποφεύγοντας, μέσω νέου δανεισμού, την άτακτη χρεοκοπία. Αυτή είναι μία σοβαρή διάσταση που αναδύεται από το συλλογικό έργο της ΕΕΤ, όμως αμφιβάλλουμε πολύ αν γίνεται κατανοητή από τους λαϊκιστές καιροσκόπους της πολιτικής.